Του Γιάννη Ιωάννου
Για να παραφράσουμε τη γνωστή φράση-τίτλος της ομιλίας, σε καιρό πολέμου, του Ουίνστον Τσώρτσιλ «Never was so much owed by so many to so few», στο χρονικό πλαίσιο του Κυπριακού που διανύουμε θα λέγαμε πως «ποτέ άλλοτε στην ιστορία του Κυπριακού, κρίνονται τόσα πολλά σε τόσο μικρό διάστημα». Και με το παράθυρο του χρόνου να είναι, αυτή την φορά, εξαιρετικά μικρό και σύντομο.
Το πρώτο εξάμηνο, εξάλλου, του 2024 είναι το πιο κρίσιμο στην ιστορία των αδιεξόδων του Κυπριακού. Μέσα σε έξι μήνες ο ΟΗΕ θα έχει έναν –ας μην μείνουμε στον τίτλο του– διπλωμάτη που μαζί του θα συμβούν δύο τινά: Ή δεν θα αφιχθεί ποτέ στην Κύπρο εντείνοντας έτσι το αδιέξοδο των συνομιλιών του Κυπριακού στον έβδομο, πλέον χρόνο του. Εντάσσοντας το άλυτο εθνικό μας θέμα σε ένα κενό χρόνου. Ή, πιθανότερα, θα αφιχθεί στην Κύπρο και σε ένα μικρό περιθώριο χρόνου, έξι μηνών, θα κρίνει αν υπάρχουν τα περιθώρια για την επάνοδο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Με τα κυρίαρχα σενάρια εδώ να παραμένουν ως προς την αποτυχία επίτευξης του στόχου ή στην επάνοδο –πάλι με την πίεση του χρόνου να παραμένει στη δική μας πλευρά.
Πώς ο χρόνος κρίνεται, φιλοσοφικά, ως μέτρο πίεσης; Στην περίπτωση των άλυτων ζητημάτων διεθνούς φύσεως συνδέεται με την ανθεκτικότητα, την προοπτική της έκβασης (θετική ή αρνητική) και της παρόδου της (ως μέτρο σύγκρισης/αξιολόγησης αυτής της έκβασης) και φυσικά με την επόμενη ημέρα. Στο σημείο που βρισκόμαστε, μετά το 2017, η ανθεκτικότητα της Κ.Δ. παραμένει αντικείμενο καθημερινού αγώνα, η έκβαση κρίνεται ως προς τα τετελεσμένα σε εδαφικό, ΑΟΖ, την πορεία της λεγόμενης «ΤΔΒΚ» και φυσικά την καθημερινότητα (π.χ. η νεκρή ζώνη και πώς επηρεάζει τους κατοίκους εγγύς της) και η επόμενη μέρα παραμένει ένα μεγάλο ερωτηματικό –στην περίπτωση της μη εξεύρεσης λύσης στο Κυπριακό.
Αυτό το εξάμηνο συνεπώς παραμένει αμείλικτο. Ως προς το τι θα συζητήσουμε αν επιστρέψουμε στο τραπέζι του διαλόγου –πριν φτάσουμε στις επιμέρους λεπτομέρειες του Κυπριακού–, ως προς το τι επιδιώκουμε, συλλογικά ως κοινωνία και ως πολιτικές ηγεσίες και φυσικά σε σχέση με το Plan B σε περίπτωση που μετά την πάροδο του εξαμήνου δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για επιστροφή στις διαπραγματεύσεις. Αν δει εξάλλου κανείς, αναστοχαστικά, την ιστορία του Κυπριακού μετά το 2017, έχουμε απωλέσει ένα ισχυρό τακτικό πλεονέκτημα. Τον χρόνο per se. Η πλευρά μας διαχειρίζονταν τον χρόνο ακόμη και αν οι συνομιλίες αποτύγχαναν. Έβρισκε τον δρόμο, τόσο η Κ.Δ. όσο και η ελληνοκυπριακή πλευρά να διαχειρίζεται το tempo, την έκβαση και την επόμενη ημέρα. Αυτό μετά το Κραν Μοντανά άλλαξε άρδην. Και το άλλαξε η Τουρκία που προχώρησε σε σειρά τετελεσμένων σε στεριά και θάλασσα στοχεύοντας όχι μόνο στο στάτους κβο αλλά και στη βάση εξεύρεσης λύσης στο Κυπριακό –με την λογική των δύο κρατών και της κυριαρχικής ισότητας να εισέρχεται, προς το παρόν ανεπιστρεπτί, στη δημόσια σφαίρα της Άγκυρας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας με συνέπεια.
Το 2024, και δεν το γράφω σαν «Μέγας Εγκυκλοπαιδικός Καζαμίας» αλλά με όσο ρεαλισμό μπορώ να επιστρατεύσω, διαγράφεται κρίσιμο και σημαντικό για την πορεία του Κυπριακού και όχι μόνο για την, ιδού πάλι, χρονική σημειολογία των 50 χρόνων από το 1974 και την τραγωδία της τουρκικής εισβολής. Θα διαμορφώσει, οριστικά ίσως, το Κυπριακό όπως το γνωρίσαμε ιστορικά ως άλυτο ζήτημα διεθνών σχέσεων, ως ζήτημα εισβολής και κατοχής αλλά και εθνοτικής σύγκρουσης –νωρίτερα. Και ο χρόνος όταν δεν είναι κρίσιμος, όπως το εξάμηνο μπροστά μας, είναι αμείλικτος.
Twitter: @JohnPikpas