
Του Γιάννη Ιωάννου
Κάθε χρόνο στην Κύπρο έχουμε –και γράφουμε για αυτήν δημοσιογραφικά– την ίδια ακριβώς συζήτηση για τις λαμπρατζιές. Το μεταξύ «εθίμου» και «νεανικής παραβατικότητας» αποτελεί φυσικά το (δημοσιογραφικό και κοινωνιολογικό) κλισέ του αφηγήματος κάθε φορά που η συζήτηση εδράζεται στο, ουσιαστικά περί αυτού πρόκειται, regulation τους. Λες και το να μαζεύεις για μήνες ξύλα για να τα κάψεις αποτελεί ζήτημα που χρήζει ρύθμισης – σάμπως και να ήτανε η τιμή κάποιου αγαθού που πρέπει να το ρεγουλάρουμε.
Η λαμπρατζιά, ειδικά φέτος, έγινε μέγα θέμα στη Βουλή. Το Μεγάλο Σάββατο ένας 22χρονος έχασε τη ζωή του στον Στρόβολο εξαιτίας της ανάμιξής του σε αυτό. Σε άλλες περιοχές είδαμε ομοφοβικές πράξεις (το κάψιμο μιας πινακίδας που έγραφε LGBT), κάψιμο πολιτικών προσώπων (από την Κύπρο και το εξωτερικό) καθώς και έναν άτυπο πόλεμο Αστυνομίας-νεαρών με αφορμή το έθιμο.
Κάθε χρόνο τα ίδια. Ένα έθιμο που προφανώς δεν συνδέεται με την κυπριακή παράδοση και τον τρόπο που οι φωτιές στους περίβολους των εκκλησιών συνδέονταν με την κορύφωση των εορτασμών του Πάσχα. Καμιά πολιτιστική, ιστορική ή αταβιστική διασύνδεση μεταξύ αυτών που έκαναν οι παππούδες μας με τις κροτίδες, το τριγύρισμα, παράνομα, σε αυλές κατοικιών για να μαζέψουν (να κλέψουν ουσιαστικά) και την τεράστια φωτιά που στήνουν γερανοί – με την ανοχή Δήμων και Πολιτείας στην οποία μικροί καίνε πάνω… γκαζάκια και καναπέδες.
Η λαμπρατζιά τα τελευταία χρόνια δείχνει τα όρια της κοινωνικής μας ανάπτυξης αλλά και του πού βρίσκεται, κάθε Πάσχα στην Κύπρο, το όριο του κοινωνικού συμβολαίου. Μια σπουδή στην παραβατικότητα, μια ανοχή στον νεανικό ασύδοτο κωλοπαιδισμό αστικού και ημιαστικού τύπου και μια επικίνδυνη διαδικασία από την οποία κινδυνεύει κόσμος, ακρωτηριάζεται κόσμος, πεθαίνει κόσμος και παρενοχλούνται ηλικιωμένοι, ασθενείς και κατοικίδια ζώα από την οχληρία και την κάπνα. Και όλο αυτό να συζητείται, σε επίπεδο Βουλής, μεταξύ αρμόδιου υπουργείου και κομμάτων για να… ρυθμιστεί. Λες και είναι η ηλεκτρική ενέργεια, η Κεφαλαιογορά και η τιμή του αλευριού. Μια ντε-φάκτο αποδοχή της παραβατικότητας «την οποία ωστόσο θα ρυθμίσουμε» προκειμένου να μη θιχτεί ο έφηβος και μετέφηβος κανακάρης του κάθε σπιτιού – που στην προκείμενη προσλαμβάνεται ως πελατεία, ως ψήφοι στις εκλογές.
Η λαμπρατζιά δείχνει ωστόσο και τα όρια της υποκρισίας μας ως κοινωνία. Που όπως ανέχεται τη μικροπαραβατικότητα των νεαρών έτσι ανέχεται, διαχρονικά, και την παραβατικότητα της καθημερινότητας στον αστικό ιστό: Από το πώς πετάμε τα σκουπίδια μας μέχρι το πώς οδηγούμε ή πώς πηγαίνουμε στο γήπεδο. Παράλληλα, δείχνει και την προσαρμογή μας στον «μοντερνισμό της παράδοσης», δηλαδή σε μια συντηρητική και βαθιά υποκριτική προσέγγιση ως προς την παράδοση – ως προς την επίκλησή της έναντι της ουσίας.
Τέλος, οι λαμπρατζιές δεικνύουν και τα όρια του πολιτικού θάρρους στην Κύπρο. Κανείς δεν τολμά να τις αγγίξει. Κανείς δεν τολμά να πει πως αν κάθε χρόνο επαναλαμβάνονται τα ίδια –και φέτος είχαμε και νεκρό– ίσως θα πρέπει να συζητήσουμε, ως Κοινωνία και ως Πολιτεία, την κατάργησή των. Τη διά νόμου δηλαδή απαγόρευσή τους στη σύγχρονη μορφή τους, όχι την κατάργηση του εθίμου. Και να κάνουμε αυτή τη δημόσια συζήτηση όπως ακριβώς δεν έχουμε εκπαιδευτεί ως κοινωνία. Με σοβαρότητα.
Twitter: @JohnPikpas