Του Γιάννη Ιωάννου
Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια, μισός αιώνας, από τις επετείους του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής του 1974. Όπως κάθε Ιούλιο, η ανάμνηση αυτών των τραγικών γεγονότων που χάραξαν –αλλά και καθόρισαν– τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου, θα έρθει να επιβεβαιώσει όχι μόνο το αποτέλεσμά τους –εμφανές ως προς τον διαχωρισμό της πατρίδας μας– αλλά και τη σημειολογία μιας «στρογγυλής» επετείου.
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος αυτή η σημειολογία έρχεται όχι μόνο να εμπεδώσει ένα συνεχές ανοικτό τραύμα αλλά και να μας υπενθυμίσει πως στο ίδιο το Κυπριακό –ως διαδικασία διαπραγματεύσεων, συνομιλιών, βρισκόμαστε σε ένα τέλμα, διάρκειας επτά χρόνων, αλλά και σε μια κρίσιμη καμπή όπου η άρση του αδιεξόδου μετά το 2017 και τις συνομιλίες στο Κραν Μοντανά είναι ένας ομολογουμένως πολύ δύσκολος άθλος. Μπορεί δηλαδή τα επτά χρόνια να γίνουν –εύκολα– δέκα, δεκαπέντε ή ακόμη και άλλα πενήντα χρόνια.
Τις περασμένες εβδομάδες με αφορμή τη συζήτηση για το τι έγινε το 2017 –μια συζήτηση που δεν έγινε με τους ίδιους όρους την επομένη του Κραν Μοντανά– πολλοί πρωταγωνιστές των συνομιλιών στην Ελβετία (συμπεριλαμβανομένου του τέως προέδρου της Δημοκρατίας, Νίκου Αναστασιάδη, του τέως προέδρου του Δημοκρατικού Συναγερμού, Αβέρωφ Νεοφύτου, του τέως διαπραγματευτή της ελληνοκυπριακής πλευράς και υποψηφίου του ΑΚΕΛ στις προεδρικές του 2023, Αντρέα Μαυρογιάννη, αλλά και άλλων πρωταγωνιστών, με την έννοια της φυσικής παρουσίας στο ελβετικό θέρετρο) παρελαύνουν από διάφορα podcasts δίνοντας τη δική τους ερμηνεία και ουσιαστικά αλληλοκατηγορούνται για το ποιος φέρει την ευθύνη για το ναυάγιο, για το αν ο κ. Αναστασιάδης αναφέρθηκε ποτέ σε δύο κράτη και όλα τα μικρά-μικρά μιας διαπραγμάτευσης που εκτός απροόπτου έκλεισε –παρά τη ματαιότητά μας– έναν ιστορικό κύκλο στο Κυπριακό όπως το γνωρίσαμε στο ιστορικό πλαίσιο των συνομιλιών του μετά το 1979.
Η αίσθηση από αυτή τη δημόσια συζήτηση είναι πικρή. Πικρή γιατί δεν αφορά την πλειοψηφία του κόσμου εκεί έξω. Είναι υποκριτική. Υποκριτική γιατί κανείς δεν μίλησε έγκαιρα αλλά κατόπιν εορτής. Είναι και τραγελαφική κάπως, δεδομένου πως οι πολιτικοί μας επιδόθηκαν σε παράθεση στίχων σε μια πιο ποιητική –μεταξύ των– ανταλλαγή.
Το πού βρίσκεται το Κυπριακό πενήντα χρόνια μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο είναι εμφανές: H πλευρά μας δείχνει να μην έχει την πολιτική βούληση, διαχρονικά, για να συνυπάρξει σε ένα συνεταιριστικό κράτος, η Τουρκία από το 2017 έχει αλλάξει το παράδειγμα και συζητάει μόνο για δύο κράτη, ο απλός κόσμος έχει συμβιβαστεί πλήρως με τον διαχωρισμό και μεταξύ των σκληρών πραγματικοτήτων υπάρχει απλώς μια ξύλινη γλώσσα –πολιτική και προσωπική– είτε θρήνου για τα όσα τραγικά βιώσαμε πριν από μισό αιώνα, είτε συνθημάτων αναλόγως με την ιδεοληψία του καθενός που κληρονομήθηκε από την πόλωση του 2004: Αυτών που δεν βλέπουν το ότι η λύση του Κυπριακού δεν είναι μόνο η συμφωνία λύσης αλλά ένα ολιστικό πλαίσιο νοοτροπίας, αν ποτέ αυτή η λύση επιτευχθεί, και εκείνων που είναι έτοιμοι να ζωστούν τα άρματα, έχοντας ωστόσο συμβιβαστεί με την υποκρισία ενός συστήματος που σε βάρος της κατοχής πλούτιζε, σφυρίζοντας, μάλιστα, αδιάφορα.
Πενήντα χρόνια μετά το 1974, η σημαντικότερη συνειδητοποίηση για όλους μας –οριζοντίως– είναι να προσπαθήσουμε να αναλογιστούμε τα επόμενα πενήντα χρόνια στο πιο επαληθεύσιμο σενάριο. Αυτό της μη απαλλαγής από το τρέχον στάτους κβο της κατοχής και του διαχωρισμού της πατρίδας μας. Αν το κάνουμε, θα επιβιώσουμε. Αν δεν το κάνουμε, υπάρχει το ρίσκο –σοβαρό ρίσκο– να επαναληφθούν γεγονότα σαν αυτά που έζησαν οι γιαγιάδες και οι πατεράδες μας.