Του Γιάννη Ιωάννου
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να προσεγγίσεις μια συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου, Χρυοσοστόμου Β΄, με φόντο τις προεδρικές εκλογές. Όπως κι αν το πράξεις δεν γίνεται ωστόσο να μην παραδεχτείς πως πρόκειται για έναν έξυπνο άνθρωπο, οι παρεμβάσεις του οποίου δημιουργούν πάντα ειδήσεις και σχολιάζονται ποικιλοτρόπως. Ο ένας τρόπος είναι φυσικά να προσεγγίσεις με κριτική διάθεση πώς ο προκαθήμενος της κυπριακής Εκκλησίας όχι μόνο έχει συναντήσει και συζητήσει, πολιτικά, με όλους τους (κύριους) υποψήφιους αλλά και δεν διστάζει –διαχρονικά– να παρεμβαίνει πολιτικά. Άποψη που ξενίζει τον προοδευτικό κόσμο, μιας και στην Κύπρο η πολιτική και η Εκκλησία συχνά συνδέονται και η laicite για ιστορικούς αλλά και με contemporary κριτήρια είναι άγνωστη έννοια στην πολιτική μας κουλτούρα.
Ένας δεύτερος τρόπος προσέγγισης είναι στο συγκείμενο των απόψεων που κατά καιρούς ο Αρχιεπίσκοπος έχει εκφράσει, που αντικατοπτρίζει πάγιες αντιλήψεις συντηρητισμού μιας και πρόκειται για τον εκπρόσωπο ενός θεσμού που έχει ταυτιστεί με έννοιες –πέραν της θρησκευτικής διάστασης– που εξέφρασαν στον 20ό αιώνα τον πολιτικό ρόλο που η Εθναρχία διαδραμάτισε στην Κύπρο. Και φυσικά ένας τρίτος τρόπος είναι αυτός της προσέγγισης των δηλώσεων του Αρχιεπισκόπου, στο μικροπλαίσιο της τρέχουσας προεκλογικής περιόδου, μιας και το βασικό μήνυμα που ανέφερε στη συνέντευξή του είναι πως ο κ. Χριστοδουλίδης, υποψήφιος στις προεδρικές, απολαμβάνει δημοφιλίας στα επίπεδα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου (που τελικά η εφημερίδα «Πολίτης», χρησιμοποίησε και ως τίτλο στην έκδοση της περασμένης Κυριακής). Ίσως το πλέον ενδιαφέρον κομμάτι της συνέντευξης μιας και εμπεριέχει μέσα του αρκετά στοιχεία αυτού που οι Αγγλοσάξονες ορίζουν ως «policy-oriented». Αλλά και ενδιαφέρον γιατί, όπως συνηθίζεται στην Κύπρο, η εν λόγω δήλωση στάθηκε αφορμή για το αγαπημένο χόμπι των κομμάτων στο νησί: Τη μικροπολιτική αντιπαράθεση με όρους Μακαρίου-Γρίβα και Μακαριακών-Ενωτικών-ΕΟΚΑ Β΄, που διαχρονικά δημιουργεί πόλωση και αντιπαραθέσεις με όρους… καφενέ.
Η αλήθεια είναι πως ο κ. Χριστοδουλίδης –όσο δημοφιλής κι αν είναι όπως κι αποτυπώνεται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις– δεν μπορεί να είναι ούτε ο νέος Μακάριος αλλά ούτε και να απολαμβάνει την καθολική αποδοχή του πρώτου, ιστορικά, Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι λόγοι είναι απλοί: Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος κυβέρνησε από τη γέννηση της Κ.Δ., το 1960, μέχρι και τον θάνατό του, το 1977, σε ένα πολιτικό σύστημα που διαφέρει εντελώς από το πώς διαμορφώθηκε το αντίστοιχο στην Κύπρο στη «μεταπολιτευτική» του περίοδο και πώς εκδημοκρατίστηκε η διαδικασία των εκλογών στην, ισχύουσα, προεδρική δημοκρατία. Επίσης, ο Μακάριος –σε μια ιδεολογική αντίφαση αμιγώς κυπριακή– λάμβανε την υποστήριξη του μεγαλύτερου και πιο οργανωμένου κόμματος στην Κύπρο (και μετέπειτα ενός εκ των δύο μεγάλων) της εποχής του, του ΑΚΕΛ.
Συνεπώς στην Κύπρο όπως δεν μπορούν να υπάρξουν, οι ανά καιρούς, κυπριακές εκδοχές των Παπανδρέου, Μητσοτάκη, Τσίπρα, Ομπάμα, Μακρόν (συμπληρώστε τον κατάλογο με όποιον μη Κύπριο πολιτικό της αρεσκείας σας) δεν μπορεί, αντίστοιχα, να υπάρξει και «νέος Μακάριος». Όπως δεν μπορεί να συγκριθεί και ο Μακάριος της περιόδου ’51-59 με τον αντίστοιχο του ’60-63, του ’63-74 ή του ’74-77 ή γενικά το κυπριακό φαινόμενο ενός Προέδρου που προέρχονταν από τους κόλπους της Εκκλησίας και που η προσέγγισή του, με σύγχρονους όρους πολιτικής επιστήμης, παραμένει ακόμη και σήμερα στην Κύπρο ένα ζήτημα που δεν αναλύεται με νηφαλιότητα, χωρίς ιδεοληψίες ή χωρίς τη σχετική μυθολογία που αναπτύσσεται.
Στην τρέχουσα οικονομική, κοινωνική και πολιτική συγκυρία το γεγονός πως μια συνέντευξη του προκαθήμενου της κυπριακής Εκκλησίας, με φόντο τις εκλογές, δημιουργεί πολιτική αντιπαράθεση με όρους Μακαρίου-ΕΟΚΑ Β΄ μεταξύ ΔΗΣΥ κι ΑΚΕΛ δείχνει και το πού κινείται η πολιτική κουλτούρα στην Κύπρο. Καταδεικνύει επίσης πως ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό του πολιτικού συστήματος από καταβολής της Κυπριακής Δημοκρατίας παραμένει αναλλοίωτο στον χρόνο: η προσωπολατρία. Εξού και το «κόμμα του Κληρίδη» ή το «κόμμα του Σπύρου» που ταύτισε, μετά τον θάνατο του Μακαρίου, τον ΔΗΣΥ και το ΔΗΚΟ με πρόσωπα έναντι θέσεων. Εξού και η υψηλή δημοφιλία που πρόσωπα έναντι πολιτικών θέσεων, διαχρονικά, απολαμβάνουν στην Κύπρο, πράγμα που φαίνεται έντονα με πολιτικούς που κατά καιρούς πέρασαν από το παιχνίδι της υψηλής εκλεξιμότητας χωρίς κυριολεκτικά να… αγγίξουν.
Μπορεί η πολιτική στην Κύπρο να υπάρξει χωρίς τον Μακάριο, τον Γρίβα, τον Κληρίδη ή τον Εζεκία Παπαϊωάννου; Με όρους μικροπολιτικής η απάντηση είναι πως «όχι». Δεν γίνεται. Με όρους ουσίας; Η απάντηση είναι πως «ναι». Γίνεται. Απλώς οι προεδρικές εκλογές του 2023, όπως διαμορφώνονται, δεν θα συμβάλουν καθοριστικά προς κάτι τέτοιο.