Του Γιάννη Ιωάννου
Ο χαμός της Ζέτας Αιμιλιανίδου οφείλει να μας υπενθυμίσει μια κατηγορία ανθρώπων στην Κύπρο ο δημόσιος βίος των οποίων ήταν ουσιαστικός. Όχι γιατί συνέδεσαν την πολιτική τους ζωή με τη θέση ως οφίτσιο, αλλά με το καθήκον ως προς το οποίο επιλέχθηκαν και τους όρους εντολής τους οποίους κλήθηκαν να υπηρετήσουν. Την ίδια στιγμή, η απώλεια ενός προσώπου από την κυπριακή δημόσια σφαίρα οφείλει να σταθεί η αφορμή για μια δημόσια συζήτηση ως προς το πώς προσλαμβάνουμε τέτοιες απώλειες, πώς αναστοχαζόμαστε επί αυτών και πώς τιμούμε, στην Κύπρο, τη μνήμη αυτών που προσέφεραν στον τόπο.
Για το δεύτερο σκέλος αρκεί το βαθιά ανθρωπιστικό πλαίσιο της ανθρώπινης απώλειας. Τα δημόσια πρόσωπα είναι κι αυτοί άνθρωποι με όλες τις αρετές και τα ελαττώματα του ανθρώπινου γένους. Είναι επίσης πατεράδες ή μανάδες, σύζυγοι ή αδέλφια. Συνεπώς οφείλουμε να προσεγγίζουμε τόσο τον θάνατο όσο και την πορεία προς αυτόν με την απαραίτητη ενσυναίσθηση, τον δέοντα σεβασμό και τη μέγιστη διακριτικότητα. Αυτονόητα πράγματα που ωστόσο στην Κύπρο καμιά φορά περνούν σε δεύτερη μοίρα, ειδικά αν πρόκειται για κάποιο δημόσιο πρόσωπο. Στο πρώτο σκέλος ωστόσο ως κοινωνία, ως πολίτες και ως άνθρωποι οφείλουμε να στεκόμαστε, πρωτίστως, με μια ενεργητική στάση ως προς τη μνήμη του ανθρώπου που προσέφερε. Να αναστοχαζόμαστε ως προς την επαγγελματική πορεία του προσώπου, να ανιχνεύουμε την κληρονομιά του και να αποτιμούμε το έργο του και την προσφορά στο τόπο. Για την περίπτωση της Ζέτας Αιμιλιανίδου, η πορεία της ως υπουργού και ως δημόσιου λειτουργού, παλιότερα, συνδέθηκε με την εντιμότητα, το ήθος και την αποτελεσματικότητα. Πράγμα που αναγνωρίστηκε από το σύνολο των συναδέλφων της, τους πολιτικούς φίλους και αντιπάλους και την πλειοψηφία του κυπριακού λαού. Πτυχή που επίσης ήταν εμφανής στην σχεδόν δεκάχρονη πορεία της στο υπουργείο Εργασίας, που ανέλαβε από το 2013, και στο οποίο άφησε παρακαταθήκη εγνωσμένης αξίας ως προς το έργο που παράχθηκε. Κι εδώ ακριβώς εδράζεται και ο τρόπος με τον οποίο οφείλουμε να προσεγγίζουμε τέτοιους ανθρώπους. Δηλαδή ένα σύνολο συμπατριωτών μας εκεί έξω που ζει κι εργάζεται όχι μόνο αξιοπρεπώς αλλά και με το προσωπικό του παράδειγμα ηγείται και κάνει τη διαφορά –είτε είναι δημόσιος υπάλληλος, στρατιωτικός ή αστυνομικός, είτε εκπαιδευτικός ή ακαδημαϊκός, είτε δημοσιογράφος, αθλητής, δημοσιογράφος, απλός μισθωτός εργαζόμενος ή επιχειρηματίας. Αλήθεια, γιατί το παράδειγμα αυτών των εξαίρετων Κυπρίων δεν βρίσκει τον δρόμο για να αναλάβει κρίσιμα πόστα και να προσφέρει στο τόπο με την εμπειρία του και την κατάρτισή του;
Στην Κύπρο, φυσικά, η απώλεια ανθρώπων και δη δημοσίων προσώπων γίνεται, ενίοτε, και η αφορμή για μικροπολιτική σκοπιμότητα, πολιτικό PR και προβολή. Όχι για παραδειγματισμό και επί της ουσίας συνειδητοποίηση της πολιτικής τους κληρονομιάς, διατήρηση του έργου τους και πραγματική διάθεση για άντληση διδαγμάτων από τα οποία και οι επόμενοι θα μάθουν και θα κερδίσει, συνολικά, ο τόπος. Δυστυχώς, αυτό το PR το είδαμε και στην περίπτωση της κ. Αιμιλιανίδου, αλλά δεν είναι επί του παρόντος να το αναλύσουμε από σεβασμό.
Στη χώρα όμως «τ’ άδικου χαμού» -για να παραφράσουμε και τους στίχους του ποιητή– η ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής των δημοσίων προσώπων μέσω του θανάτου –πέρα της δικαίωσης του νεκρού– δημιουργεί μυθολογία αντί για αναστοχασμό και διδάσκει συναισθηματισμό και ιδεολογικές περιχαρακώσεις αντί για ουσιαστικά πολιτικά μαθήματα και εκείνα τα στοιχεία για τα οποία ο εν ζωή δημόσιος βίος θα μας γέμιζε περηφάνεια αλλά και χρέος, ως προς την ύπαρξη συνέχειας, για τους επόμενους. Ακόμη και στις ΗΠΑ, οι «νεκροί πρόεδροι» (dead presidents) δεν είναι μόνο μια λέξη αργκό για τα χαρτονομίσματα του δολαρίου, που τους αποτυπώνουν αλλά η ίδια η επιλογή αποτύπωσής τους σε αυτά συνοψίζει προσωπικότητες που όχι μόνο διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία της χώρας αλλά σφράγισαν, με το έργο και τον βίο τους, την ανθρωπότητα, με παγκόσμια κριτήρια.
Καιρός συνεπώς στην Κύπρο να ωριμάσουμε, πολιτικά, ως κοινωνία. Να αποζητούμε παραδείγματα αποτελεσματικών, ικανών και τίμιων πολιτικών όπως της Ζέτας Αιμιλιανίδου και να προσεγγίζουμε τον θάνατο, αλλά και τη ζωή, με όρους (αυτό)σεβασμού, κριτικής διάθεσης και μιας προσέγγισης από την οποία θα βελτιωνόμαστε τόσο ως άνθρωποι όσο και ως πολίτες. Και η οποία βρίσκεται, πάντα, στο παράδειγμα με το οποίο πορεύεται ο καθένας μας και δη τα πρόσωπα που απαρτίζουν τη δημόσια σφαίρα. Έτσι πρέπει να είναι και οι οφειλόμενοι φόροι τιμής που πρέπει να αποδίδουμε.