Του Γιάννη Ιωάννου
Η διαδικασία στην οποία εισήλθε ο ΔΗΣΥ μετά τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών δεν ήταν άγνωστο σενάριο σε όσους ανέλυαν τα πράγματα προεκλογικά. Η καταπόντιση της υποψηφιότητας του Αβέρωφ Νεοφύτου οδήγησε αναπόφευκτα στο δίλημμα μεταξύ συμμετοχής σε ένα κυβερνητικό σχήμα υπό τον Χριστοδουλίδη (και τον ενδιάμεσο χώρο) και της επιλογής για ψήφο κατά βούληση –που πρακτικά μεταφράζεται για τον μέσο δεξιό ψηφοφόρο σε ψήφο εναντίον του ΑΚΕΛ.
Φυσικά τόσο μια μερίδα προοδευτικού κόσμου εντός του ΔΗΣΥ όσο κι ευρύτερες φωνές πέριξ ή εκτός αυτού έθεσαν το ζήτημα της συμπόρευσης με την υποψηφιότητα Μαυρογιάννη. Με γνώμονα κυρίως το Κυπριακό αλλά και επιμέρους προοδευτικές πτυχές που δεν υπάρχουν στο συγκείμενο της υποψηφιότητας Χριστοδουλίδη –που υποστηρίζεται από το ΔΗΚΟ, την ΕΔΕΚ, την κ. Θεοχάρους, κ.ά. Κι εδώ προκύπτει, και οφείλει να καταγραφεί ως τέτοιο, το ενδεχόμενο μιας υπέρβασης μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων του τόπου –των εκ διαμέτρου αντιθέτων ιδεολογικά ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ.
Θεωρητικά τόσο ο ΔΗΣΥ όσο και το ΑΚΕΛ δεν διαφέρουν ουσιαστικά ως προς την προσέγγισή τους στο εθνικό θέμα. Το Κυπριακό δείχνει να ενώνει τα δύο κόμματα ως προς την υπεύθυνη στάση έναντί του και την στήριξη στη λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας (ΔΔΟ), που η ΕΔΕΚ απορρίπτει και το ΔΗΚΟ εντάσσει στο πλαίσιο του «σωστού περιεχομένου». Στην πραγματικότητα, όμως, το ζήτημα της συμπόρευσης εμπεριέχει μέσα του και το εξής, ουσιαστικό, θέμα: Το να βάλεις στη ζυγαριά την κομματική και μικροπολιτική επιβίωση και το Κυπριακό. Κάτι που πηγαίνει πέραν του παράδοξου μιας συγκυβέρνησης ΑΚΕΛ - ΔΗΣΥ.
Και σε αυτό ακριβώς το επίπεδο ανοίγεται για πρώτη φορά το ουσιαστικότερο ζήτημα της πολιτικής κουλτούρας στην Κύπρο. Η απουσία κουλτούρας συναίνεσης. Στην πραγματικότητα η κυπριακή κοινωνία και η κυπριακή πολιτική σκηνή δεν είναι ώριμες ακόμη για να προβούν σε τέτοιες γενναίες πολιτικές υπερβάσεις. Στη βάση μάλιστα των agenda politics που στηρίζονται σε σοβαρές προγραμματικές συμφωνίες με γνώμονα το γενικώς καλώς εννοούμενο συμφέρον. Απέναντι στη συναίνεση κυριαρχούν ακόμη η ιδεολογία –ως αντι-ακελική ή αντι-δεξιά πολιτική, το «κόμμα», η «ομάδα», το «σωματείο». Και η πολιτική επιβίωση που αφορά στην κομματική διασφάλιση των μικροκομματικών συμφερόντων. Τόσο στο επίπεδο της εξουσίας όσο και σε αυτό της διαχείρισής της στην Κύπρο (οικονομικά συμφέροντα, πελατειακά δίκτυα, ημικρατικοί οργανισμοί, κ.λπ.).
Η απουσία κουλτούρας συναίνεσης και το πως τελικά μεταξύ πρώτου και δευτέρου γύρου των προεδρικών εκλογών διαμορφώνεται αυτό το σκηνικό συναλλαγής πρέπει όχι μόνο να μας προβληματίσει για την ανακολουθία και την ανειλικρίνεια του πολιτικού μας προσωπικού –πολύ εμφανής σε αυτό τον προεκλογικό με τα πισωγυρίσματα αρκετών πρωταγωνιστών– αλλά και να μας προειδοποιήσει για μελλοντικές σοβαρές, με την έννοια του υπαρξιακού, κρίσεις.
Σήμερα είναι ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών. Η παραίνεση παραμένει η ίδια. Οφείλουμε να προσέλθουμε στις κάλπες, να ψηφίσουμε με υπευθυνότητα και να αναστοχαστούμε επί των αποτελεσμάτων για την επόμενη πενταετία. Και, σε κάθε περίπτωση, να αναζητούμε ως πολιτική ιδέα (concept) αλλά και ως στάση ζωής την ανάγκη για πολιτική συναίνεση και κουλτούρα συνεργασίας –πραγματικής– στη δημόσια ζωή του τόπου. Τα επόμενα χρόνια θα τη χρειαστούμε αναπόφευκτα και όποιος νομίζει το αντίθετο μάλλον δεν έχει δει ούτε την μεγάλη εικόνα ούτε τις μεγάλες προκλήσεις για τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας.