Του Γιάννη Ιωάννου
Όταν η Κύπρος συνερχόταν, την επομένη του 1974, από το σοκ της τουρκικής κατοχής ανακάλυπτε τη γοητεία του αραβικού εθνικισμού. Ήταν το μίγμα εξάλλου τέτοιο της ιδεολογίας του Μακαρίου και της αδέσμευτης, επί Ψυχρού Πολέμου, εξωτερικής του πολιτικής που το παλαιστινιακό ζήτημα, κι ο αγώνας των Παλαιστινίων, ενός λαού δίχως κράτος, που από το 1967 βίωσαν την ισραηλινή κατοχή στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, γοήτευε στα πρώτα χρόνια της εμπειρίας στην Κύπρο το αίτημα του κυπριακού ελληνισμού για δικαίωση, κι απαλλαγή από την τουρκική κατοχή. Τα τέλη της δεκαετίας του ’70, όλη τη δεκαετία του ’80 και μεγάλο μέρος του ’90 υπήρξαν περίοδοι που το Κυπριακό ταυτίστηκε με το Παλαιστινιακό σε επίπεδο ρομαντισμού, συμβολισμών, πολιτικών σλόγκαν και πολιτικής ως προς το ζήτημα των αρχών της παράνομης κατοχής και του εποικισμού. Το αποτέλεσμα ήταν η Κύπρος και η Παλαιστίνη να διατηρούν εξαιρετικές διμερείς σχέσεις που ωστόσο, επί της ουσίας, δημιουργούσαν μια μάλλον ανισοβαρή σχέση από την οποία –πέραν των ιστορικών αντιστοιχιών– δεν προσέφεραν επί της ουσίας τίποτα αναφορικά με την ενδυνάμωση της διαπραγματευτικής θέσης της Κύπρου έναντι της Τουρκίας στα διεθνή φόρα.
Η Κύπρος δε, παρά την εγγύτητά της στη Μέση Ανατολή, δεν κατόρθωσε ποτέ να διαδραματίσει κάποιο ουσιαστικό ρόλο στις κορυφώσεις του Μεσανατολικού σε διεθνές διπλωματικό επίπεδο –σε αντίθεση π.χ. μ’ ένα κράτος όπως τη Νορβηγία. Και πέραν κάποιων ισχυρών Παλαιστινίων, που τη δεκαετία του 1980 έβρισκαν οικονομικό και πολιτικό καταφύγιο στην Κύπρο, επενδύοντας, η σχέση Κύπρου-Παλαιστίνης παρέμεινε χωρίς ουσιαστικό διακύβευμα –με τον γεωγραφικό χώρο της Κύπρου να γίνεται μάλιστα ενίοτε το τερέν άγριου ξεκαθαρίσματος λογαριασμών κάθε φορά που «οι μαχητές της ελευθερίας του ενός γίνονταν οι τρομοκράτες του άλλου» στον κύκλο βίας που ξέσπασε μεταξύ Μοσάντ και PLO, στον απόηχο του τρομοκρατικού χτυπήματος στο Μόναχο, στους Ολυμπιακούς του 1972.
Σε μια παράλληλη πορεία με τις κυπροαραβικές σχέσεις, στη χαραυγή της νέας χιλιετίας, η Κύπρος ανακάλυψε το Ισραήλ. Ένα γειτονικό κράτος που μετά το 2003, στην απαρχή δηλαδή του καθορισμού θαλασσίων ζωνών με άλλα κράτη στην περιοχή και την προοπτική των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, η κυπριακή εξωτερική πολιτική προσέγγισε, ιδίως μετά το 2008, με μεγαλύτερη εξωστρέφεια –πολύ πέραν των αντιστοιχιών με την υπόθεση των Παλαιστινίων. Ήταν και η φήμη που συνόδευε το πετυχημένο ως προς την οικονομία κι άμυνα κράτος του Ισραήλ –με τον IDF και τις μυστικές του υπηρεσίες να γοητεύουν κάθε μικρό κράτος –λόγω ενός λαού εργατικού και με τάση να επιβιώνει παρά τις φοβερές αντιξοότητες που αντιμετώπισε σε κάθε έκφανση της Ιστορίας του. Κι όπως, το ’80, το σλόγκαν «λευτεριά στην Κύπρο και στην Παλαιστίνη» συγκλόνιζε κάθε Ελληνοκύπριο, η κυπριακή εξωτερική πολιτική, μετά το 2010 –και τη ρήξη στις σχέσεις Τελ Αβίβ-Άγκυρας - ανακάλυψε τον στρατηγικό άξονα με το Ισραήλ, τον αγωγό EastMed με τις τριμερείς συνεργασίες με την Ελλάδα και τα κράτη της περιοχής. Η τάση προς τη «συμμαχιολογία» πέρασε μέσα από τα σενάρια όδευσης αγωγών, οπλικά συστήματα από το Ισραήλ και επενδύσεις πολλών εκατομμυρίων. Έφερε μαζί της όμως και αμφιβόλου ποιότητας «μαύρα βαν», σ’ ένα σκάνδαλο που συγκλονίζει πλέον και την ισραηλινή κοινή γνώμη, μια εκκρεμότητα 10 χρόνων για το «Αφροδίτη», που εμπόδισε ουσιαστικά την εμπορική του εκμετάλλευση και την αμηχανία της επικείμενης διόρθωσης στις σχέσεις Ισραήλ-Άγκυρας, που επαναφέρει το σενάριο εξαγωγής φυσικού αερίου από το «Λεβιάθαν» προς την Τουρκία. Μια σχέση που δείχνει να αποκτά τα χαρακτηριστικά ανισοβαρούς δυναμικής, όπως ακριβώς συνέβη και με τον Αραφάτ, προ δεκαετιών, αλλά στη θέση του τελευταίου να βρίσκεται ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ, Νετανιάχου.
Το πρόβλημα δεν είναι φυσικά ούτε οι Ισραηλινοί αλλά ούτε και οι Παλαιστίνιοι. Λαοί, αμφότεροι, με πλούσια ιστορία, σπουδαίο πολιτισμό και πολλά κοινά χαρακτηριστικά μαζί μας. Από την εργατικότητα και την τιμιότητα μέχρι την υπερηφάνεια και την ανθεκτικότητα. Το πρόβλημα εδράζεται στο πώς η Κύπρος, σε επίπεδο κατανόησης των διμερών και πολυμερών σχέσεών στην περιοχή, προσεγγίζει, συχνά με μια αβάσταχτη ελαφρότητα τις σχέσεις της. Τι επιδιώκει, τι δίνει, τι παίρνει και πώς όλα αυτά μεταφράζονται σε σχέση με την Τουρκία. Ούτε το Ισραήλ, ούτε τα κράτη του αραβομουσουλμανικού κόσμου θα πολεμήσουν στη θέση μας και, κυριότερα, δεν θα επιλύσουν, για εμάς τα προβλήματά μας με την Τουρκία ή το Κυπριακό. Σε μια ειλικρινή σχέση όμως –όπου οι καλές διμερείς σχέσεις με ένα κράτος δεν προϋποθέτουν αυτόματα την απαίτηση για συγκεκριμένη στάση έναντι τρίτων– οι καλοί λογαριασμοί κάνουν και τους καλούς φίλους. Δίνοντας και παίρνοντας, όχι λιγότερα ή περισσότερα, και στηρίζοντας τους φίλους και τη στάση αρχών επί όλων των επιμέρους ζητημάτων.
Twitter: @JohnPikpas
ioannoug@kathimerini.com.cy