Του Γιάννη Ιωάννου
Το δημοτικό τραγούδι εμπεριέχει, πάντα, τεράστιες αλήθειες μέσα του. Σε ένα στίχο από τα πιο γνωστά τσάμικα της Πελοποννήσου (με πολλές παραλλαγές) με τίτλο «Χαρά που το ’χουν τα βουνά», ο λαϊκός ποιητής καταγράφει:
(...) Μωρέ, χαρά που τo ’χουν, χαρά που το ’χουν τα βουνά,
χαρά που το ’χουν τα βουνά κι οι κάμποι περηφάνεια.
Γιατί γιορτάζει η Παναγιά, γιορτάζει κι η πατρίδα.
Σαν βλέπουν διάκους με σπαθιά, παπάδες με ντουφέκια,
σαν βλέπουν και το Γερμανό, της Πάτρας το Δεσπότη,
για να βλογάει τ’ άρματα, να φχιέται τους λεβέντες”.
H εικόνα των διάκων με σπαθιά και των παπάδων με ντουφέκια, από την Επανάσταση του 1821, -όπως κι ο αγιασμός των αρμάτων από την θρησκευτική ηγεσία- είναι η ιστορική αποτύπωση μιας πραγματικότητας στον ελληνόφωνο χώρο: Της καταγραφής της προσφοράς των απλών ιερέων στις τάξεις των εθνικών και κοινωνικών αγώνων. Από το 1821 μέχρι και σήμερα. Από τον Αθανάσιο Διάκο μέχρι τους παπάδες στις τάξεις της Εθνικής Αντίστασης, στην Ελλάδα, κατά την διάρκεια της Κατοχής. Παρά τις αποφάσεις, πάλι στο ιστορικό τους πλαίσιο, των ηγεσιών της Εκκλησίας.
Η εικόνα ιερέων, της Μητρόπολης Κωνσταντίας-Αμμοχώστου, να πραγματοποιούν βολές, με την Εθνική Φρουρά, στο πεδίο βολής «Φανός» στον Πρωταρά (όπως και οι εικόνες των ιερέων στην Ελλάδα να τελούν αγιασμό στα νεοαποκτηθέντα μαχητικά Rafale προ εβδομάδων) έγιναν γρήγορα viral στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης με κάμποση δόση χιούμορ, σοβαρές επικρίσεις και πολλά... meme. Οι αντιδράσεις μάλιστα έφτασαν μέχρι της επίσημης τοποθέτησης της Μητρόπολης με τον Πρωτοσύγγελο της Μητρόπολης Κωνσταντίας-Αμμοχώστου, Αρχιμανδρίτη Αυγουστίνο Κκαρά να τοποθετείται λέγοντας πως η Εκκλησία δεν ευλογεί τον πόλεμο και έγινε μια τιμητική βολή μιας και στην ανακαίνιση του πεδίου βολής, συμμετείχε και η Εκκλησία Κύπρου.
Το αν σε ενοχλεί ή όχι η εικόνα των Κύπριων ιερέων να ρίχνουν με πολυβόλα MG-3 είναι ένα τελείως υποκειμενικό ζήτημα. Κάποιους τους προσβάλλει αισθητικά, σε κάποιους αρέσει ενώ άλλοι το βρίσκουν αστείο ή εγείρουν ζητήματα σε σχέση με την φιλοσοφία της χριστιανικής πίστης –κι αν είναι ακόλουθο η εικόνα ενός ιερέα να κρατάει όπλο. Προσωπικά δεν με ενοχλεί. Έτυχε και ιερέα έφεδρο στην ΕΦ να δω και να γνωρίσω ιερείς που το 1974 πολέμησαν κατά την διάρκεια της τουρκικής εισβολής (σε έναν τέτοιο του Μηχανικού, οφείλουμε σε μεγάλο βαθμό την διάσωση αρκετού εδάφους της ΚΔ από την τουρκική κατοχή) ή στην Εθνική Αντίσταση στην Ελλάδα. Το τι πιστεύω εγώ όμως δεν έχει σημασία και το ζήτημα οφείλουμε να το προσεγγίσουμε με ειλικρίνεια σε δύο διαστάσεις.
Μια, ως προς το αν είναι ώριμη η κοινωνία στη Κύπρο, του ιστορικά πολιτικού ρόλου της Εθναρχίας, του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ως πρώτου Προέδρου της χώρας, να συζητήσει, με αφορμή την εικόνα ενός ιερέα με ένα πολεμικό τυφέκιο, για τον διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας –σε ένα κράτος που ο υπουργός Παιδείας θέλει την έγκριση της Αρχιεπισκοπής. Και μια δεύτερη διάσταση εδράζεται στο αν η δημοσίευση της βολής των ιερέων, σε ένα πεδίο βολών της Εθνικής Φρουράς, στέλνει τα κατάλληλα μηνύματα για τον σύγχρονο προσανατολισμό του Κράτους την εποχή της πανδημίας ή σε σχέση με τους μηχανισμούς αξιοποίησης της προπαγάνδας εκ μέρους της αναθεωρητικής Τουρκίας –και των αφηγημάτων που προωθεί.
Η αλήθεια είναι πως ως κοινωνία δεν μπορούμε να θέσουμε μια συζήτηση με νηφάλιους όρους για την κοσμικότητα, την παράδοση και τα ζητήματα πίστης ή ορθολογισμού. Μια χρυσή τομή μεταξύ του σύγχρονου και του μοντέρνου και της παράδοσης. Όπως αδυνατούμε και να πάμε πέραν του συμβολισμού και της μικροπολιτικής σκοπιμότητας –κάθε φορά που καθώς οι προεδρικές εκλογές πλησιάζουν, οι παπάδες, ο Γρίβας, ο Μακάριος, το αν κάποιος καλλιτέχνης ζωγράφισε τον Χριστό... φαντάρο, κοκ, γίνονται ζήτηματα συσπείρωσης και πόλωσης μεταξύ κομματικών ακροατηρίων.
Αντί να εξετάσουμε τους σημαντικούς όρους που διακυβέυονται: Την ελευθερία της έκφρασης, το κοινό περί θρησκευτικής πίστης αίσθημα, το δικαίωμα στην ανεξιθρησκεία, την κοσμικότητα. Εδώ δεν μπορέσαμε, καλά-καλά, ως κοινωνία να απαιτήσουμε την τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων από την Εκκλησία της Κύπρου, διαταγμάτων του Κράτους δηλαδή, ή να ζητήσουμε νομική παρέμβαση επί των δηλώσεων, Μητροπολιτών –όπως του Μόρφου- που ξεπέρασαν την ρητορική μίσους.
Όταν ανήμερα της Παναγίας, η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι τορπίλισε την «Έλλη» στη Τήνο, ο ελληνικός λαός δεν συγχώρεσε ποτέ μια τέτοια προσβολή.
Λίγους μήνες μετά, στο Αλβανικό, οι Έλληνες -θρησκευόμενοι, άθεοι, κουμουνιστές, δεξιοί, αριστεροί, Καθολικοί, Εβραίοι, Ρομά (τσιγγάνοι)- έγραφαν στα άρματά τους ή στα γράμματα που στέλναν στους δικούς τους «αυτό είναι για την Έλλη». Οι Έλληνες επίσης, ιδίως το 1821 ή στην Κατοχή δεν δίστασαν να... ξυρίζουν τον παπά που αφόριζε την Επανάσταση ή γίνονταν μαυραγορίτης.
Στη Κύπρο αυτά τα προσπερνάμε κι αντί να συζητήσουμε για το ποιό Κράτος θέλουμε, ποιά θρησκευτική ηγεσία έχουμε και, κυριότερα όλων, πως ρυθμίζεται μια υγιής αλληλεπίδρασή τους, εστιάζουμε στην εικόνα του παπά με το G3.
Μπορούμε καλύτερα από αυτό;