Σε μια εποχή όπου η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης απέναντι στους θεσμούς είναι από κλονισμένη έως ανύπαρκτη δεν αρκεί οι εκπρόσωποί τους να επικαλούνται το γράμμα του νόμου προκειμένου να αιτιολογήσουν τη θέση τους απέναντι σε σοβαρά ζητήματα τα οποία προκαλούν εύλογα ερωτηματικά. Οφείλουν να έχουν γνώση και επίγνωση της κλονισμένης εμπιστοσύνης του κόσμου καθώς και των λόγων που αυτή δημιουργήθηκε και όχι να υποτιμούν την κοινή γνώμη, παραμένοντας προσκολλημένοι στην ίδια μεθοδολογία συμπεριφοράς η οποία αρέσκεται μόνο στις νομικίστικες ερμηνείες (στην καλύτερη των περιπτώσεων). Ας γίνω όμως πιο συγκεκριμένη.
Ο γενικός εισαγγελέας μετά από μια σωρεία χειρισμών που καθιστούν την κρίση και τη δράση του αμφιλεγόμενη εξακολουθεί να συμπεριφέρεται λες και δεν είναι υπόλογος απέναντι στην κοινωνία. Προφανώς δεν θέλει να αντιληφθεί πως δεν δικαιούται να μην ενδιαφέρεται για τη μηδαμινή εμπιστοσύνη του κόσμου προς τον ίδιο διότι ακόμα κι αν θεωρεί εαυτόν υπεράνω κριτικής, εκείνο που προέχει είναι ο θεσμός που εκπροσωπεί. Και αυτός ο θεσμός στη συνείδηση της κοινής γνώμης μέσα από τις πράξεις ή τις παραλείψεις του έχει αμαυρωθεί παντελώς. Ο τρόπος για παράδειγμα που η Εισαγγελία χειρίστηκε την υπόθεση του Θανάση Νικολάου και δη την κα Αντριάνα Νικολάου, μια γυναίκα που εδώ και 19 χρόνια προσπαθεί να τα βάλει με ένα σύστημα συγκάλυψης της δολοφονίας του γιου της, ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που ο κόσμος έφτασε στο απόγειο της απαξίωσης του προς τον γενικό εισαγγελέα.
Η δικαστική απόφαση που δικαίωσε την κα Νικολάου ότι ο θάνατος του γιου της οφειλόταν σε δολοφονία και όχι αυτοκτονία ήταν ξεκάθαρη και ως προς τους αμφιλεγόμενους χειρισμούς της εν λόγω υπόθεσης από την Εισαγγελία. «Μέχρι το στάδιο των τελικών αγορεύσεων η θέση της Εισαγγελίας», λέει η δικαστική απόφαση, «ήταν πως ο Θανάσης αυτοκτόνησε και μόνο στην τελική της αγόρευση εισηγήθηκε πως το πόρισμα δεν πρέπει να αναφέρει αιτία θανάτου αλλά να παραμείνει ανοιχτό. Ακόμα και μετά την απόφαση του ΕΔΑΔ η Εισαγγελία πρότεινε ως εμπειρογνώμονα μάρτυρα τον κ. Σταυριανό, ο οποίος μαζί με τις αστυνομικές αρχές είχε καταλήξει στο συμπέρασμα της αυτοκτονίας».
Μετά την απόφαση του ΕΔΑΔ η Εισαγγελία αρνήθηκε να αποδεχτεί το πόρισμα των ιδιωτών ποινικών ανακριτών που ο ίδιος ο γενικός εισαγγελέας διόρισε γιατί σε αυτό αποφαίνονταν πως επρόκειτο για εγκληματική ενέργεια. Και όλα αυτά δεν τα λέω εγώ αλλά αναγράφονται στη δικαστική απόφαση της υπόθεσης του Θανάση Νικολάου. Και παρόλα αυτά ο γενικός εισαγγελέας όχι μόνο δεν αισθάνεται την παραμικρή ανάγκη να δώσει εξηγήσεις αλλά αντ’ αυτού συνεχίζει απτόητος να προκαλεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα προσφέροντας ξανά λόγους στην κοινωνία να παραμένει καχύποπτη αυτή την φορά εξαιτίας της «ευνοϊκής» μεταχείρισης που τυγχάνει για δεύτερη φορά ο κ. Κατσουνωτός από την Εισαγγελία. Η πρώτη ήταν στην υπόθεση των Φυλακών, όταν ο κ. Σαββίδης απέτρεψε ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον του και τώρα με την απόρριψη της εισήγηση της Αρχής κατά της Διαφθοράς για ποινική δίωξη του κ. Κατσουνωτού επειδή αυτός αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις που του είχαν υποβληθεί.
Ακόμα και αν ο κ. Σαββίδης υποστηρίζει πως όποιος καλείται από την ΑκΔ διατηρεί το δικαίωμα στη σιωπή, όφειλε ωστόσο να βρει τρόπους να διευκολύνει το έργο της Αρχής και όχι να στέκεται απέναντι της προστατεύοντας τον ίδιο αξιωματούχο, ο οποίος μάλιστα καλείται για διερεύνηση υπόθεσης που αφορά τον βοηθό γενικό εισαγγελέα. Τι περιμένει ο κ. Σαββίδης να υποθέσει ένας σκεπτόμενος πολίτης;
Ότι πρόκειται για αμερόληπτη γνωμάτευση και ότι κατ’ ουδένα λόγο ο κ. Κατσουνωτός δεν τυγχάνει για δεύτερη φορά της προστασίας του; Ή τόσο απαξιώνει τελικά την εμπιστοσύνη της κοινή γνώμη προς τον θεσμό που εκπροσωπεί ώστε να μην τον ενδιαφέρει ποσώς αν οι πράξεις ή παραλείψεις του προκαλούν εύλογες αμφιβολίες ως προς την καθαρότητά τους;