Από τις έξι και μισή το απόγευμα μέχρι τη 1:30 περίπου το πρωί. Τόσο χρειάστηκε να μείνω τις προάλλες στο ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου μαζί με ένα συγγενικό μου πρόσωπο, το οποίο ανήκει μάλιστα στην τρίτη ηλικία. Λίγο μετά την προσέλευσή μας στις έξι και κάτι, και μετά από ένα καρδιογράφημα στο δωμάτιο διαλογής κρίθηκε ότι η περίπτωσή του δεν ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου και μας είπαν να περιμένουμε στην αίθουσα αναμονής, προειδοποιώντας μας ότι λόγω της αυξημένης προσέλευσης περιστατικών με ασθενοφόρα ο χρόνος αναμονής θα ήταν αρκετά μεγάλος. Δεν μας είπαν βέβαια πως αυτός ο χρόνος θα έφτανε μέχρι και τις επτά ώρες και για κάποιους «ταλαίπωρους» που βρίσκονταν ήδη εκεί από τις 2:00 το μεσημέρι θα ξεπερνούσε τις 10.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που βίωσα τον εν λόγω παραλογισμό στο ΤΑΕΠ. Τους τελευταίους μήνες, δυστυχώς, επισκέφθηκα τις πρώτες βοήθειες 2-3 φορές και ουδέποτε ο χρόνος αναμονής ήταν κάτω από έξι ώρες. Παρόμοια βιώματα συγγενών και φίλων καταδείκνυαν πως αυτό τείνει να γίνει ο κανόνας, εκτός κι αν διαμετακομιστείς εκεί με ασθενοφόρο οπότε μειώνεται κάπως η διάρκεια αναμονής. Επτά ώρες λοιπόν σε ένα τμήμα που φέρει τον τίτλο «Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών» και στο οποίο απευθύνεσαι επειδή προφανώς χρήζεις επείγουσας ιατρικής περίθαλψης. Και σ’ αυτό το Τμήμα όπου η φροντίδα πρέπει να είναι άμεση, ο ασθενής καλείται να υποστεί το μαρτύριο της ατέρμονης αναμονής, χωρίς μάλιστα κανείς να δείχνει πως αντιλαμβάνεται ότι η κανονικοποίηση αυτού του βασάνου είναι απαράδεκτη και δεν χωρεί, ούτε και συγχωρεί οποιαδήποτε δικαιολογία.
Όταν είχαν ήδη περάσει τέσσερις ώρες θεώρησα λογικό να διαμαρτυρηθώ. Η διαμαρτυρία μου δεν είχε ως περιεχόμενο την επίρριψη ευθύνης στο προσωπικό για το χάος που επικρατούσε, αφού ήταν εμφανές πως τόσο οι νοσοκόμοι, όσο και οι γιατροί προσπαθούσαν να τα βγάλουν πέρα με ένα ΤΑΕΠ που υπολειτουργούσε. Η διαμαρτυρία μου πήγαζε από τη διαπίστωση πως αυτή ακριβώς η υπολειτουργία προτασσόταν ως επαρκές δικαιολογητικό της απροθυμίας τους να δώσουν μια εξήγηση ως ελάχιστη ένδειξη κατανόησης και συμπαράστασης στους ασθενείς που περίμεναν στωικά. Ήταν το λιγότερο που όφειλαν να κάνουν δεδομένου ότι οι άνθρωποι αυτοί, εκτός από την ασθένεια και την αγωνία ή τον φόβο τους, έπρεπε να υπομένουν και την ανικανότητα του κράτους να καταφέρει να λειτουργήσει επιτέλους ΤΑΕΠ που να ανταποκρίνονται στην επείγουσα φύση του ρόλου τους. Αντιθέτως, η νοοτροπία που κυριαρχούσε και ήταν πρόδηλη στο ύφος και στη συμπεριφορά του προσωπικού υπαγόρευε πως οι ασθενείς ήταν εκείνοι οι οποίοι όφειλαν να κατανοήσουν τους γιατρούς και τους νοσοκόμους και να τους «συμπαρασταθούν» για τον φόρτο εργασίας και τις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες επιτελούσαν το έργο τους. «Καταλαβαίνετε τι γίνεται εδώ, κυρία μου;» μου είπε μια από τις νοσοκόμες με απόγνωση, όταν διαμαρτυρόμενη φώναζα πως είναι θέμα ανθρωπιάς να αφιερώσουν δέκα λεπτά στους ασθενείς που περιμένουν έξω για να τους πουν δύο ανακουφιστικές κουβέντες, οι οποίες να δείχνουν ότι έχουν επίγνωση πόσο απαράδεκτη είναι η συνθήκη που τους αναγκάζουν να υποστούν και μάλιστα αδιαμαρτύρητα. Αυτό οφείλει να κάνει ένας νοσοκόμος ή ένας γιατρός του ΤΑΕΠ δεδομένου ότι διατηρεί ακόμα την ενσυναίσθησή του και όχι να «απαιτεί» ο ίδιος κατανόηση από τους ασθενείς, υπαγορεύοντας με τη συμπεριφορά του πως προέχει η δική του ταλαιπωρία και το δικό του «δράμα». Το συγγενικό μου πρόσωπο αισθανόταν δυσκολία στην αναπνοή και δύσπνοια, περιστατικό που στην ιστοσελίδα του ΟΚΥΠΥ αναγράφεται ανάμεσα σε εκείνα που δικαιολογούν την προσέλευση στα ΤΑΕΠ. Πέρασαν επτά ώρες για να τύχει διάγνωσης, παρόλο που το πρόβλημά του ανήκε στη λίστα των επειγόντων. Υπάρχει κανείς από τους αρμοδίους να μας εξηγήσει το εν λόγω οξύμωρο; Ή μήπως πρέπει να υπομένουμε και την απουσία εξήγησης και απολογίας στωικά και αδιαμαρτύρητα;