Τα πενηντάχρονα από την τουρκική εισβολή τέλειωσαν. Έφυγαν κι αυτά με τον χρόνο που μόλις αποχαιρετήσαμε. Το κεφάλαιο επέτειος έκλεισε προς το παρόν. Διοργανώθηκε ό,τι ήταν να διοργανωθεί, ειπώθηκε ό,τι ήταν να ειπωθεί και επιστρέψαμε πίσω ακριβώς εκεί όπου βρισκόμαστε. Στην αναμονή του τι μέλλει γενέσθαι. Και με ένα επιπλέον ερωτηματικό. Σε τι μας ωφέλησαν αυτές οι επέτειοι για τις οποίες προηγήθηκε μάλιστα τόση προετοιμασία και σπαταλήθηκε τόση φαιά ουσία; Αναφέρομαι κυρίως σε αυτές που διοργανώθηκαν από το κράτος και την Πολιτεία. Πού πραγματικά αποσκοπούσαν τελικά; Στον προβληματισμό; Στον αναστοχασμό; Σε μια εμβάθυνση; Μια απαλλαγή από αγκυλώσεις; Σε μια αποθεραπεία από την ιστορία του πόνου; Μια προσπάθεια επούλωσης των τραυμάτων; Σε μια ενδοσκόπηση; Σε παραδοχή λαθών και αποκάλυψη αποσιωπημένων αληθειών;
Σε τίποτα από όλα αυτά. Αυτή είναι δυστυχώς η αλήθεια. Πως κράτος και Πολιτεία εκείνο το οποίο επιδίωκαν μέσα από αυτές τις επετειακές εκδηλώσεις ήταν να επαναλάβουν τα ίδια και να υπενθυμίσουν αυτά που δεν χρειάζονται υπενθυμίσεις, αφού ο κόσμος που τα βίωσε εξακολουθεί να τα βιώνει στο πετσί του. Καμία απολύτως διάθεση δεν διαφάνηκε να εντρυφήσουμε στο παρελθόν ώστε μέσα από μιαν άλλη «ανάγνωση» των γεγονότων να του επιτρέψουμε να μας διαφωτίσει για το μέλλον. Με περισσότερη επίγνωση και συνειδητότητα και κυρίως με ευρυγώνια αντίληψη μακριά από πεποιθήσεις και αγκυλώσεις και πλησιέστερα σε αλήθειες και αποκαθηλώσεις. Έγινε κάτι τέτοιο; Αξιοποιήθηκε αυτή η θλιβερή επέτειος ώστε να τεθούν επώδυνοι προβληματισμοί ή να επιχειρηθεί μια μετατόπιση ουσίας; Ειπώθηκε κάτι που μέχρι σήμερα δεν ειπώθηκε, παρότι θα έπρεπε να είχε ειπωθεί;
Τίποτα από όλα αυτά δεν κατάφεραν οι επετειακές μας εκδηλώσεις –μηδαμινές οι εξαιρέσεις– να πετύχουν. Και ο λόγος είναι γιατί απλούστατα αποσκοπούσαν ξανά και πάλι στη διατήρηση της μνήμης παρά στην αξιοποίησή της. Και γνοιάζονταν περισσότερο για την υπενθύμιση –και το ξύσιμο– του τραύματος παρά την επούλωσή του. Αν ωστόσο θέλαμε πραγματικά να αναστοχαστούμε και να προβληματιστούμε ώστε να καταφέρουμε να δούμε μέσα από ένα άλλο πρίσμα αυτά τα πενήντα χρόνια αλλά και τα επόμενα, δεν ήταν σε αυτές τις «μεγαλεπήβολες» εκδηλώσεις που θα έπρεπε να εστιάσουμε, αλλά σε ένα άλλο γεγονός, το οποίο οι πλείστοι πολιτικοί μας προσπέρασαν (γιατί άραγε). Κι αυτό ήταν η ανοιχτή επιστολή της Μαρία Άνχελα Ολγκίν. Σε κείνη την επιστολή, η κα Ολγκίν κατέγραφε μια συγκλονιστική ουσία, η οποία για πρώτη φορά γράφτηκε τόσο καθαρά και με τόση ενσυναίσθηση. Μια ουσία που ήταν πέρα από τις αναγνώσεις των γεγονότων και απλωνόταν στην ίδια την ψυχοσύνθεση του τραυματισμένου ανθρώπου. Τι έγραφε στην επιστολή της η κα Ολγκίν; Τα εξής σημαντικά: «Για να κλείσουμε τις πληγές του παρελθόντος και να βελτιώσουμε το παρόν, πρέπει να κοιτάξουμε το μέλλον με έναν πιο υγιή και ελπιδοφόρο τρόπο.
Οι Κύπριοι θα μπορούσαν να έχουν μια πιο φωτεινή και θετική προοπτική αν μπορούσαν να ξεπεράσουν την ιστορία του πόνου. Είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε και να κατανοούμε το παρελθόν. Ωστόσο, αυτό το παρελθόν δεν θα πρέπει να αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για να προχωρήσουμε προς μια λύση που θα ωφελεί όλους τους Κύπριους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται να αλλάξουν. Όταν ένα οδυνηρό παρελθόν διδάσκεται επανειλημμένα, καθίσταται αδύνατο για τους ανθρώπους να είναι ανοιχτοί στην αλλαγή και να πιστεύουν σε μια ελπιδοφόρα εναλλακτική λύση για ένα κοινό και καλύτερο μέλλον». Αυτές τις συγκλονιστικές αλήθειες εμπεριείχε η επιστολή της κας Ολγκίν. Πως όσο παραμένει κανείς εγκλωβισμένος στο τραύμα δεν μπορεί να είναι ανοιχτός σε μια λύση για ένα καλύτερο μέλλον. Κι αυτό καμιά εκδήλωση για τη θλιβερή επέτειο δεν το πρόταξε, παρότι πενήντα χρόνια μετά θα έπρεπε να είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε και να το αναγνωρίζουμε. Πως η διατήρηση της ανοιχτής πληγής δεν ήταν τελικά ποτέ προς το συμφέρον του τραυματισμένου κόσμου και του τόπου.