Πολλά έχουν γραφτεί για την εκλογή του Τραμπ και το τι αυτή συνεπάγεται για ολόκληρο ενδεχομένως τον πλανήτη. Σήμερα, ωστόσο, θα ήθελα να εστιάσω σ’ αυτό για το οποίο πολλοί ξένοι αρθρογράφοι ένιωσαν την επιτακτική ανάγκη να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου. Αναφέρομαι στον βαθύ διχασμό, ο οποίος παρατηρείται τώρα στην Αμερική στο απόγειό του, αλλά αναμφίβολα τα πλοκάμια του είναι απλωμένα εδώ και μερικά χρόνια και στην Ευρώπη και αλλού, με αποτέλεσμα η απολυτότητα η οποία καλλιεργείται συστηματικά, ύπουλα και υποχθόνια ως η κυρίαρχη τάση να έχει ως αποτέλεσμα τον διαχωρισμό των πολιτών κάθε κοινωνίας σε καλούς και κακούς και συνεπακόλουθο τη δαιμονοποίηση της αντίθετης άποψης. Για να το θέσω όσο πιο απλά γίνεται, κανείς δεν μοιάζει διατεθειμένος να ακούσει κανέναν, ούτε και πρόθυμος να αποδεχτεί κάτι πέρα από το μαύρο και το άσπρο κι αυτό εγκυμονεί πολύ σοβαρούς κινδύνους για την ίδια τη δημοκρατία, αφού θέτει αυτομάτως τον ένα απέναντι στον άλλο ως «εχθρούς», αφήνοντας χώρο στα άκρα να εδραιωθούν και στις ακρότητες να κανονικοποιηθούν. Η διαφωνία στην πολιτική και στη δημόσια σφαίρα δεν υφίσταται πλέον με τον τρόπο που τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα, αφού ακόμα και στις περιπτώσεις που αυτή ξέφευγε από τα αποδεκτά πλαίσια δεν άγγιζε τη σημερινή της κατάντια, η οποία πυροδοτεί τα πιο σκοτεινά μας ένστικτα και επιδιώκει στοχευμένα να γκρεμίζει, αντί να χτίζει, γέφυρες επικοινωνίας.
Η αντίθετη άποψη δεν χρήζει πλέον προσπάθειας κατανόησης ή έστω αναγνώρισης της ύπαρξης αποχρώσεων στις προσεγγίσεις και στις πεποιθήσεις, αλλά ενεργοποιεί τον συσσωρευμένο θυμό και την πλήρη απαξίωση της άλλης πλευράς, μετατρέποντας τη διαφωνία σε «πεδίο μάχης» με όπλα τον απροκάλυπτο «τσαμπουκά», τη βάρβαρη χρήση της γλώσσας, την ακραία επιθετικότητα και τον απροκάλυπτο λαϊκισμό. Το δε πιο ανησυχητικό όλων αυτών είναι πως ο δημοσιογραφικός ρόλος και λόγος αντί να προσπαθεί να διατηρήσει ένα αντίβαρο στην εν λόγω παράνοια της εποχής ώστε να υπενθυμίζει, αν μη τι άλλο, την επικινδυνότητα των διχασμών και της κανονικοποίησης της «εξουδετέρωσης» του «αντιπάλου», επιλέγει να μιμείται την τοξικότητα των ΜΚΔ προκειμένου να παραμείνει σε ανταγωνίσιμο μ’ αυτά επίπεδο. Όταν εφημερίδες όπως η «Washington Post», που κάποτε πρωτοπόρησε στην αποκάλυψη σκανδάλων όπως το Watergate, εξευτελίζονται υποκύπτοντας στο οικονομικό συμφέρον, υπηρετώντας αυτό αντί τη σοβαρή δημοσιογραφία, τότε είναι οφθαλμοφανές πως διανύουμε μια πολύ προβληματική εποχή σε θεμελιακό επίπεδο και πως πολύ σύντομα θα αδυνατούμε, αν όχι και τώρα, να διακρίνουμε μεταξύ της ενημέρωσης και της στοχευμένης εξαπάτησης που σταδιακά θα μας μετατρέπει, χωρίς μάλιστα να το παίρνουμε χαμπάρι, σε έρμαια του κάθε εγωμανή ηγέτη ή του όποιου υπερφίαλου YouTuber αποφάσισε να τη δει διαμορφωτής της κοινής γνώμης. Πού καταλήγουμε; Πως σ’ αυτή την κατρακύλα στην οποία βρισκόμαστε και που κλονίζει συθέμελα τις δημοκρατικές αξίες, οι μόνοι που ενδεχομένως έχουν το περιθώριο να κάνουν τη διαφορά, υπενθυμίζοντας τα βασικά, δεν είναι δυστυχώς οι πολιτικοί ούτε και οι διανοούμενοι, αλλά οι σοβαροί δημοσιογράφοι οι οποίοι οφείλουν να αντισταθούν στις «σειρήνες» που αποπροσανατολίζουν τον κόσμο, οδηγώντας τον μακριά από την οδό της αμφισβήτησης, του προβληματισμού και της εποικοδομητικής διαφωνίας και να πάψουν να υιοθετούν δουλοπρεπώς τη νοοτροπία του clickbait, συμβάλλοντας στη συντήρηση της επικίνδυνης ελαφρότητας που αποχαυνώνει τη σκέψη. Κι αυτό αφορά και εμάς εδώ όπου υποβόσκουν παρόμοια συμπτώματα, χωρίς να διαφαίνεται έντονη ανάγκη να κρούσει κανείς επιτακτικά τον κώδωνα. Οφείλουμε, ωστόσο, να το πράξουμε όσο είναι ακόμα καιρός, ανεβάζοντας τον πήχη εκεί όπου πρέπει να βρίσκεται προκειμένου να αποτρέψουμε την πόλωση και τη σύγχυση, που αφήνουν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν ακρότητες και επικίνδυνες φαιδρότητες και να προτάξουμε τη σθεναρή υπεράσπιση του ορθολογισμού και της αλήθειας, του στοχασμού και του υγιούς διαλόγου. Διαφορετικά θα είμαστε συνένοχοι αυτής της υπεραπλουστευτικής αντίληψης του μαύρου και του άσπρου που διχάζει τον κόσμο εξαπατώντας τον.