
Είμαι ακόμα στον Κορμακίτη. Και δεν εννοώ σωματικά αλλά σε ένα άλλο επίπεδο, ενεργειακό, νιώθω δηλαδή την ιαματική αύρα της φύσης του να με αγκαλιάζει σαν χειροποίητη κουβέρτα και είναι τόση η ζεστασιά της που περνάει από το μυαλό μου η εκδοχή να επιστρέφαμε στα βασικά, ένα σπιτάκι, ένας κήπος και μια απευθείας συνομιλία με την θάλασσα, τον ήλιο και το φεγγάρι, συντονισμένοι με τη δύση και την ανατολή τους, αυτά είναι τα βασικά, και είναι μια σκέψη που με παραπέμπει απευθείας στα λόγια του ποιητή, πως αυτή η «σταματημένη ζωή» όπως την αποκαλούμε σήμερα υποτιμητικά υπερσκελίζοντας κάθε αίσθημα αστάθειας, βοηθούσε τότε τους ανθρώπους «να αντιλαμβάνονται την πρόοδο με τα ποιοτικά και όχι με τα ποσοτικά μέτρα, που σημαίνει ότι η διάρκεια, σαν χρυσό νήμα σε κέντημα έδενε περασμένα και τωρινά, ευτελή και πολύτιμα, φυσικά και υπερφυσικά με ένα τρόπο που δεν γίνεται να ξαναγνωρίσουμε».
Αυτό γράφει ο ποιητής και με στέλνει κατευθείαν σε κείνο το μικρό χωριό, αφημένο στην άκρη της γης μας και της ανοιχτοσύνης της φύσης και με βλέπω ξανά να περπατώ μπροστά από τα μικρά πέτρινα σπιτάκια με τις δεκάδες γλάστρες στις αυλάδες και να σταματώ σε ένα από δαύτα που έχει κρεμασμένα στον τοίχο της αυλής του, πίσω από ένα σχοινί με φρεσκοπλυμένα σεντόνια, δύο μεγάλα ρολόγια, όμοια με κείνα που πουλούν οι αντικερί και είναι αυτή η σύνθεση χρόνου και καθαρότητας τόσο ισχυρή που οι δονήσεις της ταρακουνούν όλες τις σύγχρονες ψευδαισθήσεις και όταν λέω καθαρότητα εννοώ πολύ περισσότερα από την εξαφάνιση των λεκέδων, εννοώ την αφαίρεση αυτής της «βρώμικη» σημερινής συνθήκης που λέει πως αν δεν έχεις τίποτα να κερδίσεις από αυτό που κάνεις τότε όλοι δικαιούνται να σε κοιτάξουν με ανοιχτό το στόμα.
Και ύστερα βγαίνω στο μονοπάτι παρέα με τον κύριο Κ. που ξέρει τα μυριστικά μας χόρτα απέξω και ανακατωτά και σκέφτομαι πως τελικά είναι αυτή η γνώση που μας χρειάζεται επειγόντως προκειμένου να σωθεί το οικοδόμημα, διότι ίσως έτσι επαναφεύρουμε τους αγγέλους που έβλεπαν οι παλιοί και τους οποίους εξαφανίσαμε βίαια χωρίς να βρούμε με τι άλλο να τους αντικαταστήσουμε και ενδεχομένως αυτός είναι ο λόγος που φθείρεται η ζωή καθημερινά και τα ρολόγια όμοια με εκείνα των αντικερί μένουν σταματημένα ως ένδειξη διαμαρτυρίας σε μια εποχή που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, αφού τότε ήταν που συνέβαινε αυτό που γράφει ο ποιητής, ότι χωρίς αγαθά υλικά ο χώρος ο ανθρώπινος ήτανε τόσο αδειανός που το θαύμα χωρούσε πιο εύκολα και με αυτό δεν εννοεί πως «νοσταλγεί τους αργαλειούς ή τις πέτρες των ελαιοτριβείων, απλώς μακαρίζει τα χέρια τα ανθρώπινα που με το να φθείρονται εκείνα στην κλίμακα την ατομική αποκτούσαν δύναμη να σταματούνε την φθορά στην κλίμακα την ομαδική».
Και ύστερα ο κ. Κυριακός μου δείχνει τους ασφόδελους που στη κυπριακή τους λένε αβρόσιηλους και μου λέει πως είναι νεκρολούλουδα κι αυτό γιατί οι αρχαίοι πίστευαν πως όταν πεθάνουμε θα κατοικούμε σε ένα τέτοιο λιβάδι, γεμάτο από ασφόδελους. Όσο τον ακούω και συνάμα περιεργάζομαι το φυτό, μου φαίνεται σαν μια καθησυχαστική εκδοχή για το μετά, η ομορφιά του αναδύει μια άγρια τρυφερότητα, ακατέργαστη, πηγαία και από ό,τι διαβάζω αργότερα έχει κι άλλες ιδιότητες, τα παιδιά κάποτε έφτιαχναν από τον ποδίσκο τους ανεμόμυλους που τους τοποθετούσανε τα καλοκαίρια στις αυλάδες και οι μανάδες αλοιφή από το υγρό τους για να επουλώσουν τις πληγές. Ποιος ξέρει, ίσως αυτό είναι που τελικά συμβαίνει σε εκείνο το σπίτι με τα ρολόγια αντίκες, μάλλον θα χρησιμοποιούν ακόμα τους ασφόδελους για να κλείνουν τις πληγές, κι αυτή είναι προφανώς η εξήγηση που τα σεντόνια μυρίζουν κύμα και οι ώρες βουτούν στον βυθό, επειδή κάτω από την επούλωση φανερώνεται το υπερπέραν και είναι γι’ αυτό που επιμένω να επανέρχομαι συνέχεια στον ποιητή, γιατί μέσα από τους συνειρμούς μιας διαδρομής που λοξοδρομεί από το βόλεμα του «κανονικού», η ανάγκη να πιαστώ από τη συμβουλή του σαν σανίδα σωτηρίας εντείνεται.
Η συμβουλή του είναι πως «το παν είναι υπομονετικά να μυηθώ στην δύσκολη επιστήμη του “ζην”, που μπροστά της όλα τ’ άλλα δεν σημαίνουν τίποτε», και αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος σοβαρός να πηγαίνουμε μέχρι την άκρη της γης μας, μήπως έτσι αρχίσουμε ξανά να μιλάμε το αλφάβητο του ήλιου από σεβασμό και ευγνωμοσύνη στην ύπαρξη αλλά και από μια βαθύτερη ώθηση που παρακινεί «να ’σαι σκληρός απέναντι στο μέλλον σου» γιατί αυτό κατά βάθος σημαίνει «πως είσαι ήδη τρυφερός απέναντι στα στοιχεία που κρυφά προσφέρεις για να το συνθέσουν». Όπως ο ποδίσκος ενός μοναχικού ασφόδελου σε εκείνο το ένα και μοναδικό λιβάδι που μας περιμένει.