«Δεν μας αφήνουν να συνδεθούμε φυσιολογικά με τον τόπο μας», γράφει ο ποιητής και δανείζομαι τη φράση του καθώς παρατηρώ τη φωτογραφία του μνημοσύνου του Γρίβα, με την ηγεσία του ΔΗΣΥ σύσσωμη παρούσα –όπως μεθοδικά προαποφασίστηκε– και την πρόεδρό του και πρόεδρο της Βουλής (για να μην ξεχνιόμαστε) μαυροφορούσα σε ύφος μεταχρονολογημένου πένθους. Και όσο περισσότερο κοιτώ αυτή την για πολλούς και ουσιαστικούς λόγους θλιβερή φωτογραφία με την επιτηδευμένη στιλιστική «άποψη» της κας Δημητρίου σε πρώτο πλάνο, τόσο πιο πολύ μου φανερώνεται η μικρόνοια που υποκρύπτει όλο αυτό το στημένο πισωγύρισμα. Δεν πρόκειται καν για μια ξεκάθαρη πολιτική θέση ώστε να σταθεί κανείς απέναντί της με κριτική στάση και επιχειρήματα.
Πρόκειται για μια μεθοδευμένη κίνηση μπαγιάτικης μικροκομματικής «τακτικής» που εκπορεύεται από ποταπά κίνητρα, τα οποία ένας σύγχρονος και νέος πολιτικός θα έπρεπε να αποστρέφεται, αν εκείνο που προσδοκά είναι τον απεγκλωβισμό από πρόσωπα και πεποιθήσεις που συντηρούν τον διχασμό, μήπως και μπορέσουμε επιτέλους να συνδεθούμε φυσιολογικά με αυτό τον τόπο και με ό,τι μας συνιστά. Διότι, αν θέλουμε να λέμε τα πράγματα με τον όνομά τους, πατριωτισμός σήμερα δεν είναι η αναμόχλευση του παρελθόντος προς συντήρηση του «μύθου» προσώπων και πεποιθήσεων που θα έπρεπε να έχουν ήδη αποκαθηλωθεί, αλλά η αναμόχλευση του παρελθόντος προκειμένου να διδαχτούμε από τα λάθη μας και να φέρουμε στο φως αποσιωπημένες αλήθειες που θα φωτίσουν αυτά τα λάθη σε όλο τους το μέγεθος.
Αυτό θα έπρεπε να επιδιώκει ο σύγχρονος πολιτικός, αν αγαπά τον τόπο περισσότερο από το κόμμα ή την όποια προσωπική του φιλοδοξία. Να μιλήσει για αλήθειες και να επιχειρήσει αυτή την υπέρβαση και όχι να σέρνεται μαυροφορημένος με ύφος πενθούσας χήρας σε μια κακόγουστη παράσταση που στήνεται μόνο και μόνο για μερικές ψήφους παραπάνω και πόσο μάλλον όταν αυτή η αλίευση στοχεύει στη δεξαμενή ενός κόμματος που θα έπρεπε να τεθεί στη γωνιά από όποιον διαθέτει πολιτική τόλμη, ενσυναίσθηση, αξιοπρέπεια και ευρύτερη αντίληψη των φαινομένων της εποχής. Όλο αυτό στα μάτια του κάθε σκεπτόμενου πολίτη, που παρακολουθεί με ουσιαστική ανησυχία τι συμβαίνει γύρω του, μόνο σαν κατάπτυστη πολιτική μικρότητα μπορεί να εκληφθεί. Και δεν είναι απλώς θλιβερό για πολιτικούς που επικαλούνται το νέο και το σύγχρονο να αποδεικνύονται τελικά φτηνές απομιμήσεις του παλιού, αλλά και «επικίνδυνο» δεδομένης της επαναλαμβανόμενης αδυναμίας τους να αρθρώσουν έναν πολιτικό λόγο ουσίας που να διαπερνά την εικόνα και να αγγίζει ένα βάθος σκέψης και ενόρασης. Το δε πιο τραγικό είναι πως αυτοί οι τάχα μου νέοι και σύγχρονοι πολιτικοί αδυνατούν να αντιληφθούν πως οι εν λόγω μικροκομματικές κινήσεις τους είναι ορατές διά γυμνού οφθαλμού και αυτό στα μάτια του σκεπτόμενου πολίτη τούς καθιστά κενούς περιεχομένου. Είναι πραγματικά για να διερωτάται κανείς. Αυτό θέλει η κα Δημητρίου και οι λοιποί να σημαίνει σήμερα ο ΔΗΣΥ; Ένα κόμμα που προκειμένου να κερδίσει ψήφους από την Ακροδεξιά (οποία κατάντια) –και δη σε αυτή την εποχή του τραμπισμού και της διάτρητης δημοκρατίας–, περιφέρεται μαυροφορεμένο σε πισωγυρίσματα επενδύοντας σε «εικονοστάσια»;
Είναι καιρός ωστόσο να απαιτήσουμε κάτι καλύτερο γι’ αυτό τον τόπο από πολιτικούς που μετατρέπονται σε πολιτικάντηδες προκειμένου να συσπειρωθεί η κομματική τους πελατεία. Διότι ο τόπος αξίζει πολιτικούς που να τον αγαπούν περισσότερο από το κόμμα ή το τομάρι τους. Και αν πραγματικά αγαπάς αυτό τον τόπο τότε προτείνεις την υπέρβαση προκειμένου να χτιστεί ένα μέλλον που να αρμόζει στο φως μας, στην ιστορία μας, στην αλμύρα των θαλασσών μας και στους προγόνους μας που έμαθαν παρόλα τα τραύματά τους να επιβιώνουν πιστεύοντας στο θαύμα. Κι αν όλα αυτά τα θεωρεί ψιλά γράμματα η κα Δημητρίου και οι λοιποί σύγχρονοι τάχα μου πολιτικοί, τότε το μόνο που μας απομένει είναι να τους αφήσουμε να περιφέρονται μόνοι και έρμοι σε μνημόσυνα και στην εικονική πραγματικότητα που επέλεξαν να ζουν.