Ακόμα μια φωτογραφία της κ. Αννίτας Δημητρίου βρέθηκε στο στόχαστρο. Γονατισμένη με το γαλάζιο της φόρεμα (τυχαίο άραγε το χρώμα;) και με ύφος περίλυπο να βάζει λουλούδια στους τάφους των ηρώων της ΕΟΚΑ. Αυτή ήταν η απαθανατισμένη στιγμή της που κυκλοφόρησε ευρέως και δέχτηκε φιλικά και εχθρικά διαδικτυακά σχόλια. Υπερβολές θα μου πείτε. Τι κακό έκανε η αρχηγός του ΔΗΣΥ (και πρόεδρος της Βουλής) και προς τι τόση τοξικότητα; Και από την άλλη, τι ήταν το τόσο αξιέπαινο που έπραξε (το γονάτισμα άραγε;) ώστε να τύχει διαδικτυακών «χειροκροτημάτων»; Και όπως και να ’χει γιατί η στήλη έρχεται τώρα να δώσει συνέχεια σε αυτό το θέμα την ώρα που συμβαίνουν ένα σωρό σοβαρά ζητήματα; Φευ! Αν θεωρείτε το εν λόγω φωτογραφικό στιγμιότυπο της κ. Δημητρίου και τον ντόρο που ξεσήκωσε ήσσονος σημασίας, τότε δυστυχώς αρκείστε στην πρώτη ανάγνωση, πράγμα που προφανώς ευνοεί το παιγνίδι της εικόνας στο οποίο επιδίδονται οι λεγόμενοι «σύγχρονοι» πολιτικοί μας.
Αν όμως πραγματικά σας ενδιαφέρει η σημειολογία της εικόνας τότε οφείλετε να σταθείτε σ’ αυτήν τη φωτογραφία ως ένα εξαίσιο δείγμα της αδυναμίας ή και ανικανότητας των λεγόμενων «σύγχρονων» πολιτικών μας να αντιληφθούν πως η αρετή και το ήθος δεν χωρούν σε δημόσια θέα και ούτε συγχωρούν όποιον το επιχειρεί. Διότι αυτός που πιστεύει πως έχει το δικαίωμα να συρρικνώσει την αρετή και το ήθος στα μέτρα της δημόσιας περιφοράς τους, εκείνο που κάνει στην ουσία είναι να υποτιμά την αξιακή τους σημασία. Όποιος πραγματικά έχει αντίληψη τι πάει να πει να υπερβαίνει ο άνθρωπος το εγώ του προκειμένου να πεθάνει για ένα ιδανικό, τότε διαθέτει και το μέτρο αλλά και την κρίση να κατανοήσει πως ο μόνος τρόπος να εκφράσει τον σεβασμό του απέναντι σε αυτό το γιγάντιο άλμα είναι ιδιωτικά. Κεκλεισμένων των θυρών. Καμία φωτογραφία. Σεμνά. Ταπεινά. Προσωπικά.
Όπως αρμόζει στην έννοια της ελευθερίας. Και του ιδανικού. Και της ζωής. Και του θανάτου. Οτιδήποτε περισσότερο δεν μπορεί παρά να προκαλεί υποψίες και καχυποψίες. Για τον απλούστατο λόγο ότι η αρετή δεν επιδέχεται προβολή, όπως ούτε και ο γνήσιος σεβασμός απέναντί της και άρα η προβολή μιας υποτιθέμενης ενάρετής μας στιγμής δεν συνιστά απόδειξη αρετής αλλά γεννά ερωτηματικά ως προς τα κίνητρα της προβολής και την αυθεντικότητά μας. Καταχωρείται δηλαδή σαν πράξη που συμβαίνει για σκοπιμότητα και όχι από λόγους με ηθικό βάρος όπου δεν υπάρχει ίχνος ιδιοτέλειας. Και όταν δεν υπάρχει ίχνος ιδιοτέλειας, τότε λογαριάζεται ως αδιανόητη η προβολή της όποιας εσωτερικής μας ανάγκης να «γονατίσουμε» μπροστά σε έναν ηθικό κώδικα αξιών. Πράγμα που σημαίνει πως αν το πράξουμε, αν προβάλουμε ή επιτρέψουμε αυτή την προβολή, τότε τη θέση του ήθους παίρνει αυτομάτως η ηθικοφάνεια, της σοβαρότητας η σοβαροφάνεια και της γνησιότητας η πλαστότητα.
Αυτό είναι που δεν λένε να αντιληφθούν οι λεγόμενοι «σύγχρονοι» πολιτικοί μας: πως στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στη «γλώσσα» μιας εικονικής πραγματικότητας αδειάζουν από το ηθικό τους βάρος λέξεις, έννοιες και πράξεις ώστε να τις στριμώξουν στις Χ και στις ίνστα διαστάσεις. Αυτή τους όμως η αδυναμία ή ιδιοτέλεια –όπως θέλετε ονοματίστε την– τους καθιστά ετερόφωτους, έρμαια μιας εικονικής στερεοτυπίας, όμοιους μεταξύ τους, της ίδιας ελαττωματικής κοπής, και ίσως αυτό είναι που διαισθάνεται ο απλός πολίτης και εμμένει στη δυσπιστία απέναντί τους: Ότι πολιτικός που γονατίζει μπροστά στις κάμερες δεν έχει αυτόνομη σκέψη, αλλά μάλλον έχει θυσιάσει αυτή την αυτονομία στον βωμό της εικόνας. Και προφανώς αυτό είναι που συμβαίνει στους λεγόμενους «σύγχρονους» πολιτικούς μας. Όχι μόνο βάζουν την εικόνα πάνω από μας αλλά την ντύνονται κιόλας και γίνονται ένα μ’ αυτήν. Συνοπτικά και εμπεριστατωμένα, λοιπόν, ισχύει σ’ αυτή την περίπτωση και σε κάθε παρόμοιά της αυτό που γράφει ο Ελύτης: Πώς… «ή κελαηδάς ή σωπαίνεις. Δεν λες αυτό που κάνω είναι κελαηδητό».