Δύο άντρες βρέθηκαν νεκροί σε ένα χώρο εργασίας που παρίστανε το διαμέρισμα. Κοιμήθηκαν εκεί πάνω σε ένα φουσκωτό κρεβάτι και για να ζεσταθούν από το τσουχτερό κρύο άφησαν τη φουκού αναμμένη μέσα στο δωμάτιο, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους από τις βλαβερές αναθυμιάσεις. Προηγουμένως, μια φτωχή πενταμελής οικογένεια κάηκε μέσα στο ίδιο της το σπίτι από πυρκαγιά, που ίσως να προκλήθηκε από την τηλεόραση ή άλλες ηλεκτρικές συσκευές αμφίβολης ποιότητας, ενώ λίγες μέρες μετά μία γυναίκα –οικιακή βοηθός– πήδηξε από το μπαλκόνι προκειμένου να σωθεί από τη φωτιά που ξέσπασε εκεί όπου διέμενε. Μεμονωμένα θλιβερά περιστατικά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος και οποιαδήποτε προσπάθεια συσχέτισής τους κρίνεται ως υπερβολικός ζήλος ανάδειξης ενός κοινωνικο-οικονομικού χάσματος, το οποίο δεν έχει τόσο ανησυχητικές διαστάσεις όσο αρέσκονται τα μίντια να προβάλλουν. Είναι όμως έτσι ή μήπως μια τέτοια προσέγγιση αποτελεί εθελοτυφλία μπροστά σε μια «νέα» πραγματικότητα, η οποία εμπερικλείει τη φθορά και την αλλοτρίωσή μας; Τον χρόνο που μας πέρασε, μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης κτύπησαν την πόρτα ενός διαμερίσματος στις έξι και μισή το πρωί για να κάνουν έλεγχο, γιατί είχαν πληροφορίες ότι εκεί διέμεναν παράνομοι αλλοδαποί.
Σε εκείνο το άθλιο διαμέρισμα μιας άθλιας πολυκατοικίας, διέμεναν έντεκα άνθρωποι τσουβαλιασμένοι ο ένας πάνω στον άλλο και όταν κατάλαβαν πως έξω από την πόρτα ήταν τα μέλη της Υπηρεσίας, δύο από αυτούς φοβούμενοι ότι θα τους συλλάβουν πήδηξαν από το μπαλκόνι. Ο ένας σκοτώθηκε, ο άλλος τραυματίστηκε κρίσιμα. Το παιδί που σκοτώθηκε ήταν μόνο 19 χρονών. Τον προ-προηγούμενο χρόνο μια βόλτα στα στενά της παλιάς πόλης με έφερε αντιμέτωπη με μια ακόμα αθλιότητα. Κάποιοι ιδιοκτήτες καταστημάτων τα μετέτρεψαν σε «σπίτια» και τα ενοικίαζαν σε οικογένειες μεταναστών. Περνώντας έξω από μια από αυτές τις τρώγλες, που ούτε ένα παράθυρο δεν έχουν, είδα από τη μισάνοιχτη πόρτα ένα μικρό παιδάκι να κάθεται πάνω σε ένα κρεβάτι και να διαβάζει τα μαθήματά του και αισθάνθηκα θλίψη και ντροπή που ανεχόμαστε να συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας αυτές οι κατάφωρες αδικίες και απάνθρωπες παρανομίες.
Έκτοτε γράφτηκαν πολλά στον Τύπο και στα ΜΚΔ γι’ αυτές τις απαράδεκτες μετατροπές καταστημάτων σε χώρους διαμονής ανθρώπων αλλά τίποτα δεν έγινε, εξακολουθούν να βρίσκονται εκεί ανέγγιχτες, με παιδιά να μεγαλώνουν μέσα σε αδιανόητες συνθήκες και τους αρμόδιους να παριστάνουν τις πάπιες. Τι ακριβώς συμβαίνει σ’ αυτό τον τόπο; Τι μας συμβαίνει; Χτίζουμε πύργους, προαναγγέλλουμε μεγάλες οικοδομικές «αναπτύξεις» και έργα και μεγαλεπήβολες φοιτητικές εστίες και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο και αδιαφορούμε πλήρως που άνθρωποι ζούνε σε τρώγλες και τσουβαλιάζονται μέσα σε ετοιμόρροπα διαμερίσματα. Και όταν συμβεί κάτι τραγικό συγκλονιζόμαστε για λίγο και ύστερα σκρολάρουμε στην επόμενη «συνταραχτική» είδηση. Σε έναν τόπο, ωστόσο, τόσο μικρό όσο ο δικό μας είναι ανεπίτρεπτο να δημιουργείται ένα τόσο μεγάλο κοινωνικό χάσμα και εμείς να σφυρίζουμε αδιάφορα μέχρι να συμβεί η τραγωδία. Κι αν αυτή η αλλοτρίωση αποτελεί σύμπτωμα της εποχής που διανύουμε, τίποτα δεν δικαιολογεί τη μετατροπή τής εν λόγω παραδοχής σε άλλοθι της αδυναμίας μας να δράσουμε και να αντιδράσουμε απέναντι στην επερχόμενη απανθρωπιά. Και δεν χρειάζεται να συμβούν πολλά για να διαφανεί το περίγραμμα της μεγάλης εικόνας.
Και ποια είναι αυτή η εικόνα; Είναι αυτό που περιγράφει εύστοχα η συγγραφέας Όλγα Τοκαρτσούκ: «Ο κόσμος πεθαίνει κι εμάς αυτό μας διαφεύγει. Αδυνατούμε να δούμε ότι ο κόσμος γίνεται μια άψυχη έκταση μέσα στην οποία κινούμαστε χαμένοι και μόνοι, ατάκτως ερριμμένοι, περιορισμένοι από μια αίσθηση ότι είμαστε το παίγνιο των μεγάλων δυνάμεων της ιστορίας ή της τυχαιότητας. Η πνευματικότητά μας είτε εξαφανίζεται είτε γίνεται επιφανειακή. Ή αλλιώς γινόμαστε έρμαια των απλών δυνάμεων –φυσικών, κοινωνικών και οικονομικών– που μας μετακινούν σαν να ήμασταν ζόμπι. Και σε έναν τέτοιο κόσμο πραγματικά είμαστε ζόμπι».