Επισκέφθηκα πολλές φορές τα Κατεχόμενα. Η πρώτη φορά ήταν με τον πατέρα μου, λίγο μετά τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων όταν πήγαμε να βρούμε το σπίτι του στη Λάπηθο, για το οποίο οι δικές μου μνήμες ήταν ελάχιστες και ξεθωριασμένες, ενώ για εκείνον ήταν μια ολόκληρη ζωή, σφηνωμένη στα μωσαϊκά των παιδικών του χρόνων που τα περπάτησε ξανά συγκλονισμένος. Η επόμενη φορά ήταν στην κατεχόμενη Λευκωσία για να γυρέψουμε τον Τουρκοκύπριο φίλο του, τον Εμίρ, γυρνούσαμε, θυμάμαι, για ώρα μέσα στα στενά της παλιάς πόλης μέχρι να θυμηθεί πού ήταν τα γραφεία της εφημερίδας όπου εκείνος δούλευε και όταν τελικά τα βρήκαμε η συνάντηση των δυο τους, σε ένα μεγάλο μουντό διάδρομο που τον διέσχισαν αργά μέχρι να σφιχταγκαλιαστούν, ήταν συθέμελα συγκινητική.
Ακολούθησαν κι άλλες διαδρομές στις αναμνήσεις του πατέρα μου, στον Ζέφυρο, τη Βασίλεια, τον Καραβά, το Μπέλαπαϊς και ένα σωρό άλλα μέρη που ήταν ο τόπος μου και συνάμα μού ήταν άγνωστα, αυτός άλλωστε ήταν και ο κύριος λόγος των «εκδρομών» μας, η ανάγκη του να προλάβει να μου γνωρίσει τα μέρη που τον μεγάλωσαν ώστε να καταφέρει να βαθύνει την αγάπη μου για τον τόπο μου. Μια ανάγκη που έγινε ακόμα πιο επιτακτική μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, όπου πλέον αισθάνθηκε πως χάθηκε οριστικά η ευκαιρία για λύση και πως μετά από αυτή όλα θα άλλαζαν και θα γίνονταν αγνώριστα. Όταν πέθανε ο πατέρας μου οι επισκέψεις μου στα Κατεχόμενα εντάθηκαν, ειδικά στη Λάπηθο, πήγαινα συχνά στο σπίτι των παππούδων μου και περιπλανιόμουν στη γειτονιά προσπαθώντας να μυριστώ τις ρίζες μου μέσα στα βότανα του βουνού και να φανταστώ τα νερά που τρέχανε κάποτε στα αυλάκια. Εκτός από τη Λάπηθο πήγα κι αλλού, στη Σαλαμίνα, στην Καρπασία, στην Καντάρα, στον Άγιο Ιλαρίωνα, στο Βουνί, στη Μόρφου, τις περισσότερες φορές με το «Historic Cyprus» για να μαθαίνω μέσα από τις αφηγήσεις της Άννας την ιστορία του τόπου και να τη νιώθω στο δέρμα μου αγγίζοντας τις τοιχογραφίες των εκκλησιών μας.
Ομολογώ πως μετά από αυτές τις περιηγήσεις ήταν πολλές οι φορές που σκέφτηκα πως θα έπρεπε παρόμοιες επιμορφωτικές «εκδρομές» να οργανώνονταν ειδικά για τους νέους μας, αφού στην πραγματικότητα είναι αυτές που σε μαθαίνουν να αγαπάς τον τόπο, να τον νιώθεις και να τον συμπονάς και όχι τα συνθήματα στα τετράδια ή οι σημαίες που ανεμίζουν. Γιατί όμως τα γράφω σήμερα όλα αυτά και μάλιστα σε ύφος προσωπικό; Η απάντηση είναι απλή και πολύ συγκεκριμένη. Τα γράφω σαν απάντηση στον Αρχιεπίσκοπό μας (και στον κάθε «υπερπατριώτη» πολιτικό που θεωρεί πως έχει το ειδικό «προνόμιο» να μετρά τον πατριωτισμό μας με αφορισμούς και διαχωρισμούς), ο οποίος τις προάλλες στο πλαίσιο μιας εκδήλωσης είπε πως «πολλοί αποπροσανατολιστήκαμε», επεξηγώντας ότι «οι καθημερινές ανακοινώσεις για τον αριθμό των Ελλήνων Κυπρίων που επισκέπτονται τα κατεχόμενα δίνουν μια αίσθηση της εθνικής αφασίας στην οποία ένα μεγάλο μέρος του λαού μας έχει περιέλθει». Γι’ αυτό τα γράφω λοιπόν. Για να του απαντήσω πως εθνική αφασία δεν παθαίνει κανείς όταν επισκέπτεται τα Κατεχόμενα, αλλά όταν ακούει τις μεγαλοστομίες των «υπερπατριωτών» που εδώ και μισό αιώνα επιμένουν να καθηλώνουν τον κόσμο στο τραύμα, ξύνοντας συνεχώς τις πληγές και απομακρύνοντας έτσι το ενδεχόμενο της επούλωσής τους, προκειμένου να διατηρούν οι ίδιοι τα οφίκιά τους εν ονόματι της πατρίδας, της σημαίας και του «πατριωτισμού».
Το γράφω μήπως και γίνει κατανοητό επιτέλους πως εθνική αφασία δεν παθαίνει κανείς, επειδή επισκέπτεται τα Κατεχόμενα και ούτε αποπροσανατολίζεται από αυτές τις επισκέψεις, αλλά όταν ακούει τους «υπερπατριώτες» μισό αιώνα και ένα σωρό χαμένες ευκαιρίες μετά, να επιμένουν να σερβίρουν ψευδαισθήσεις περί δικαίωσης προκειμένου να στιγματίσουν όποιον προσπαθεί να υπερβεί το οδυνηρό παρελθόν για να ελπίσει σε ένα κοινό και καλύτερο μέλλον, ως λιγότερο πατριώτη, πλήρως αποπροσανατολισμένο.