Μπορούμε να προσεγγίσουμε την κρίση στον τομέα της δημόσιας υγείας με τον εύκολο ή με τον δύσκολο τρόπο. Ο εύκολος και συνάμα βολικός τρόπος είναι να επικεντρωθούμε σ’ αυτά που θυμώνουν τον μέσο πολίτη, όπως π.χ. είναι οι εξισώσεις για την ψηλή μισθοδοσία των γιατρών, η ανεπάρκεια των ΤΑΕΠ σε μια αξιοπρεπή περίθαλψη, η επιβάρυνση της τσέπης του προκειμένου να υπάρξει επιτέλους ένα σύστημα υγείας που να τον σέβεται, η έκθεση του γενικού ελεγκτή και τα νούμερα που αποκαλύπτει κ.ο.κ. Δεν ισχυρίζομαι πως αυτά είναι δευτερευούσης σημασίας κεφάλαια, όταν όμως τα προτάσσουμε αποκομμένα από τις βαθύτερες διαστάσεις του προβλήματος, τότε αδυνατούμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα και παραμένουμε –όπως συμφέρει σε πολλούς– στην ασφυκτικά μικρή.
Ας μιλήσουμε όμως πιο καθαρά. Γιατί αφέθηκαν τα πράγματα να φτάσουν μέχρι εδώ; Γιατί δεν λήφθηκαν πρόνοιες από την Πολιτεία, ώστε τα ζητήματα τα οποία προκάλεσαν την κρίση να τεθούν εγκαίρως σε μια διαιτησία; Αν η Πολιτεία δεν είναι σε θέση να προλαβαίνει τόσο σοβαρές κρίσεις που θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των πολιτών της και αφήνει να εκτροχιάζονται θέματα που όφειλε να έχει ρυθμίσει, τότε πώς προστατεύεται ο πολίτης που πληρώνει ακριβά αυτή την πολιτική ανεπάρκεια; Γιατί δεν έγινε η αυτονόμηση του ΟΚΥΠΥ και γιατί δεν υπάρχει ακόμα και τώρα η πολιτική απόφαση να επιβληθεί και να προαχθεί αυτή η αυτονόμηση και πόσο αυτό υπήρξε καθοριστικό για τον εν λόγω εκτροχιασμό; Ποιους είναι τελικά που συμφέρει να μην προωθηθεί η αυτονόμηση; Γιατί οι ηγεσίες των συντεχνιών επαναλαμβάνουν ότι είναι λάθος το μοντέλο του ΟΚΥΠΥ και ότι πρέπει να πάμε πίσω;
Μήπως έχει δίκαιο ο κ. Παμπορίδης όταν έλεγε τις προάλλες στην κα Βρεττού πως τα πολιτικά κόμματα, κυβερνώντα και μη, προτιμούν αυτή τη λύση γιατί αρέσκονται να χρησιμοποιούν τα δημόσια νοσηλευτήρια ως επέκταση του πελατειακού συστήματος; Μήπως έχει δίκαιο όταν επιμένει πως το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο από τα ποσά που ακούγονται και έχει να κάνει με το γεγονός ότι υπάρχουν άτομα που επιθυμούν «να βάλουν χέρι στη μεταρρύθμιση»; Κι αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο, ποιος είναι αυτός ο πολιτικός ηγέτης που θα πάρει τα πράγματα στα χέρια του, ώστε ο κάθε κατεργάρης που θέτει εμπόδια να καθίσει στον πάγκο του; Πότε θα συνειδητοποιήσουν οι κυβερνώντες ότι είναι χρέος τους να προστατεύσουν τα δημόσια νοσηλευτήρια και ως εκ τούτου να προτάξουν άμεσα ως πολιτικό στόχο την αυτονόμηση; Αντ’ αυτού, εκείνο που παρακολουθεί ο σκεπτόμενος πολίτης να συμβαίνει είναι μια Πολιτεία που εξωθεί, με την τακτική που ακολουθεί ή δεν ακολουθεί, τα πράγματα στα άκρα ώστε να έρθει εκ των υστέρων και να επικαλεστεί την κοινωνία και την κοινή γνώμη για να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, καλύπτοντας μ’ αυτό τον τρόπο την αδυναμία της να ανταποκριθεί επαρκώς στον ρόλο της. Και σ’ αυτό το σημείο ευλόγως προκύπτει το ερώτημα αν σε αυτό χρησίμευσε τελικά και η αυτόκλητη παρέμβαση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας μεσούσης της κρίσης, η οποία το μόνο που πέτυχε ήταν να ρίξει λάδι στη φωτιά. Καταλήγοντας: Αν επιμένουμε να παραμείνουμε εστιασμένοι στη μικρή εικόνα, η ευθύνη για την εν λόγω κρίση βαραίνει τις συντεχνίες, τον ΟΚΥΠΥ, τους γιατρούς κ.ο.κ. Αν θέλουμε, όμως, να συλλάβουμε τη μεγάλη εικόνα, τότε η ευθύνη βαραίνει αυτόν που έχει αναλάβει την προστασία της μεταρρύθμισης της υγείας κι αυτή είναι η κυβέρνηση. Και δεδομένης της έλλειψης νομοθετικού πλαισίου που να ρυθμίζει το δικαίωμα στην απεργία, η ευθύνη της γίνεται ακόμη πιο βαριά. Στο διά ταύτα: Αν η κυβέρνηση πράγματι εννοεί την προσήλωσή της στη μεταρρύθμιση, τότε μετά από αυτήν τη μεγαλειώδη κρίση οφείλει άμεσα να επιταχύνει την αυτονόμηση του ΟΚΥΠΥ και να προωθήσει τη θέσπιση νόμου που να ρυθμίζει το δικαίωμα στην απεργία. Τίποτα λιγότερο.