Υπάρχει δυστυχώς μια συνειδητή προσπάθεια εκ μέρους του προέδρου της Δημοκρατίας (και των πέριξ του) να καλλιεργηθεί η αντίληψη (ενδεχομένως είναι και πεποίθησή του) πως η αυστηρή κριτική που ασκείται στα πεπραγμένα της κυβέρνησης εκπορεύεται από τους πολέμιους της «αλλαγής» και τους εχθρούς του ιδίου. Γι’ αυτό και κατά καιρούς εκτοξεύονται «νουθεσίες» όπως αυτή που λέχθηκε τις προάλλες: «Κλείστε τα αυτιά σας στις σειρήνες» είπε ο πρόεδρος στους νέους υπουργούς του, λέγοντας πως αυτό κάνει και ο ίδιος, «κλείνει τα αυτιά του στην αβασάνιστη κριτική» και «επιδιώκει την εποικοδομητική κριτική και δεν αποπροσανατολίζεται έτσι από τους στόχους του». Παρότι έμεινε αδιευκρίνιστο ποια είναι η αβασάνιστη κριτική και ποια η βασανισμένη, ο διαχωρισμός είναι ωστόσο ενδεικτικός μιας υφέρπουσας προσπάθειας να υπάρξει διάκριση μεταξύ «εχθρών» και «φίλων» της κυβέρνησης και του προέδρου, κάτι το οποίο μοιάζει «ανώδυνο» αλλά δεν είναι.
Και ο λόγος που δεν είναι ανώδυνο είναι γιατί η προσπάθεια να υποβαθμιστεί η κριτική σε μέρος μιας πολεμικής που δέχεται ο πρόεδρος επειδή «δεν ανήκει στο κατεστημένο» ή επειδή «τα βάζει με το παλιό» ή επειδή είναι «εξωκομματικός και οι κομματικοί δεν χώνεψαν την ήττα τους», όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται σε ένα νέο πολιτικό ήθος αλλά ακριβώς το αντίθετο: Αποτελεί στοιχείο πολιτικής χειραγώγησης και καμουφλαρισμένου λαϊκισμού και ακόμα κι αν δεν είναι αυτές οι προθέσεις –που δεν ισχυρίζομαι ότι είναι– τότε ακόμα ένας λόγος σοβαρός να προσέξουν εκεί στον Λόφο πώς διαχειρίζονται το θέμα της κριτικής και της κρίσης των πολιτών απέναντι τους. Το να υποβαθμίζεται η κριτική ως μέρος μιας πολεμικής που στοχεύει στον πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι μια πολύ απλοϊκή προσέγγιση, η οποία αποσκοπεί στο «συγχωροχάρτι» για την κάθε αστοχία, προχειρότητα, αναποφασιστικότητα ή ατολμία των κυβερνώντων με το «ελαφρυντικό» ότι είναι «θύματα» των «κακών» της παλαιοκομματικής νοοτροπίας που τους πολεμά.
Και άρα αυτό σημαίνει πως εμείς ως σκεπτόμενοι πολίτες οφείλουμε να κάνουμε υπομονή και να δώσουμε χώρο στους «καλούς» που ήρθαν να διώξουν τους «κακούς» και να σώσουν τη χώρα από όλες τις παθογένειές της, ασχέτως αν οι εν λόγω «καλοί» είναι προς το παρόν κατώτεροι των περιστάσεων που αυτός ο ίδιος ο πρόεδρος έθεσε ως πήχη. Και ασχέτως αν είναι οι ίδιοι οι κυβερνώντες που προκαλούν όχι μόνο την κριτική (βασανισμένη ή αβασάνιστη) αλλά και το πολιτικό κουτσομπολιό με τις πράξεις ή παραλείψεις τους και δη, εκείνες που πόρρω απέχουν από το «νέο» και τις «υποσχέσεις για καινούργιο ύφος και ήθος». Και επειδή εδώ δεν παρακολουθούμε ταινία γουέστερν αλλά τη διακυβέρνηση της χώρας, οφείλουμε να δούμε πως αυτός που πραγματικά ευθύνεται για την «αβασάνιστη» κριτική δεν είναι οι αόρατοι εχθροί και τα κακά δαιμόνια, αλλά οι «υψηλές προσδοκίες» που ο ίδιος ο πρόεδρος φρόντισε να καλλιεργήσει στην κοινωνία. Και ακριβώς γι’ αυτό η επιτηδευμένη προσπάθεια να διαχυθεί η αντίληψη πως όποιος ασκεί κριτική στην κυβέρνηση δεν ενστερνίζεται το νέο ή δεν θέλει να ξεβολευτεί από το παλιό και άρα κακοπροαίρετα αμφισβητεί την έλευση νέας πολιτικής κουλτούρας, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη ως θλιβερά επιδερμική. Ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν πρέπει να υπόκειται σε «θυματοποίηση» –είναι αδιανόητο να συμβαίνει κάτι τέτοιο– ούτε και να μεθοδεύεται η εντύπωση πως όταν αμφισβητούνται οι πολιτικοί χειρισμοί του προέδρου είναι αποτέλεσμα πλεκτάνης των «εχθρών». Το αφήγημα που θέλει τον πρόεδρο και την κυβέρνηση να αγωνίζεται για το καλό της πατρίδας και το σάπιο κατεστημένο να τους εμποδίζει με τρικλοποδιές πρέπει επιτέλους να σταματήσει, και το κατά πόσο έφεραν ή όχι το νέο διαχωρίζοντας τη θέση τους από το παλιό θα το κρίνει η κοινωνία από τις πράξεις και παραλείψεις τους και όχι από τις υποδείξεις του προέδρου περί Σειρήνων και άλλων μυθικών τεράτων. Και by the way οι Σειρήνες πού κολλούν;