
Άρχισε να ψιλοβρέχει, οι προγνώσεις είπαν πως η βροχή θα δυναμώσει, δεν έχω το κατάλληλο αδιάβροχο, μόνο ένα σκουφί κι’αυτό λειψό, ολίγον με ενδιαφέρει ωστόσο, μου αρκεί που είμαι εδώ, κάπου στο βάθος του δάσους της Χαλεύκας, που πάει να πει πως περπατώ τον Πενταδάκτυλο και καταργώ το μακρινό του περίγραμμα, απεγκλωβίζω τη υπόσταση του από τα ασφυκτικά όρια του συμβόλου ή συμβολισμού και απλώνω πάνω του όλες μου τις αισθήσεις μέχρι να γειωθούν μια-μια μέσα στο χώμα του. Κι’αν είναι να βρέξει πιο δυνατά καλό θα τους κάνει να βρεχτούν μαζί του, ίσως έτσι επανακτήσουν τις μυρωδιές των βοτάνων του και νιώσω ακόμα και στην πιο ανεπαίσθητη απόκλιση τους το μάταιο της αμφιθυμίας μας.
Η μέρα από το πρωί είναι συννεφιασμένη και τώρα κοντεύει μεσημέρι, τα σύννεφα έχουν κατεβεί τόσο χαμηλά ώστε διασχίζουμε το μονοπάτι μέσα στην ομίχλη τους πράγμα που εντείνει την ιδιαιτερότητα αυτής της πεζοπορίας και εννοώ πως αυτή η ονειρική αχλή μοιάζει να συμβαίνει επίτηδες προκειμένου να σε μετατοπίσει σε ένα υψηλότερο σημείο από όπου ό,τι πριν λίγο είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στην ζωή σου να το βλέπεις να συρρικνώνεται, να ελαφρύνεται, να εξαφανίζεται. Και στην θέση του να απομένει μόνο αυτή η φύση η μυστήρια, η καθηλωτική, η αινιγματικά παραμυθένια που το μόνο που ζητά είναι να σου υποβάλει το “αιώνιο που έχει ταχθεί να αντιπροσωπεύει”.
Η βροχή δυναμώνει, περπατώ αργά, οι υπόλοιποι από ώρα με έχουν προσπεράσει, ευτυχώς ο Α και η Χ έμειναν πίσω μαζί μου, τα ασβεστούχα πετρώματα σε κάποια σημεία γλιστρούν, τα παπούτσια μου δεν είναι ορειβατικά, χρειάζομαι ένα χέρι βοηθείας και κάθε φορά που μου το δίνουν, πότε ο Ά και πότε η Χ, τόσο απλόχερα νιώθω να πάλλονται από συγκίνηση τα πεύκα και τα κυπαρίσσια και οι άγριες χαρουπιές και υποθέτω πως είναι αυτή την δόνηση που αισθάνομαι μέσα στην χούφτα μου σαν μια εγγύηση γι’αυτό που είμαστε ή που μπορούμε να είμαστε. Δεν έχω ξαναέρθει στο δάσος της Χαλεύκας, όπως και σε πολλά άλλα μέρη της μοιρασμένης γης μας που δεν τα γνωρίσα απο πρώτο χέρι, παρά μόνο μέσα από τραυματισμένες αφηγήσεις και αφηγήματα και ίσως αυτό είναι που ενδόμυχα με ωθεί να επιζητώ όλο και πιο συχνά τις διαδρομές στην “άλλη” πλευρά, η ανάγκη μιας αδιαμεσολάβητης συνδεσιμότητας, να βάλω δηλαδή το μάγουλο μου στο χώμα και στο βρεγμένο φύλλο και στο τραχύ κορμό του βουνού και να αφουγκραστώ τον εαυτό μου στα βάθη των αιώνων. Το δάσος έχει προσανατολισμό προς το βορρά, το κλίμα του είναι δροσερό, ο ήλιος το βλέπει λίγες ώρες την μέρα γι’αυτό και η βλάστηση του πλούσια, αυτά γράφουν οι πληροφορίες, τους έριξα μια ματιά προτού ξεκινήσουμε, τώρα το κινητό δεν έχει σήμα, τώρα περπατάμε μέσα σε μια ασκητική σιωπή, κανένας ήχος, μέχρι και τα πουλιά σιώπησαν, τίποτα δεν σιμώνει, μόνο οι σταγόνες της βροχής “μιλούν” και αν απευθύνονται κάπου είναι κατευθείαν στη συνείδηση, ατομική ή συλλογική δεν έχει πια μεγάλη διαφορά.
Η Χ ανοίγει τα χέρια διάπλατα και παίρνει βαθειές εισπνοές, κάνω το ίδιο, δεν μας γνοιάζει που έχουμε βρεχτεί μέχρι το κόκκαλο, θα στεγνώσουμε μετά στο λεωφορείο όπου θα αλλάξουμε κάλτσες και μπλούζες και θα τυλιχτούμε το σάλι που ευτυχώς ξεχάσαμε στο κάθισμα, προς το παρών το δέρμα μας μυρίζει άγριο θυμάρι και μ’αυτή την ευλογημένη μυρωδιά φτάνουμε στο σημείο του μονοπατιού που είναι γεμάτο από αντρουκλιές, οι αντρουκλιές είναι πανέμορφοι θάμνοι με λείους κορμούς σε χρώμα κεραμιδί, κοκκινίζει το τοπίο και η βροχή μαζί τους, είναι αδύνατον να τις προσπεράσεις χωρίς να τις αγγίξεις σαν κάτι εύθραυστο και να τις χαιδέψεις όπως ένα αδέσποτο γατί. Στο βάθος διαγράφεται το Αρμενομονάστηρο, αφημένο κι’αυτό στην ομίχλη και στην αγκαλιά των λεύκων, ποιός ξέρει τί έχει μαρτυρήσει, κατεβαίνουμε τα σκαλιά και φτάνουμε στην αυλή του και ο καθένας μας προσπαθεί να φανταστεί τις προσευχές που έχουν αποσυντεθεί στα ερείπια του. Απομένει ένα ακόμα ανηφορικό πέρασμα μέχρι το τέρμα, περπατάμε ήδη τέσσερεις ώρες, οι υπόλοιποι έχουν προχωρήσει και άρα πρέπει να βιαστώ, η αλήθεια όμως είναι πως θάθελα να έμενα εδώ και να κάνω εκείνο που γράφει η Νίκη Μαραγκού στο ποίημα της, δηλαδή “κανένα άλμα προς τα εμπρός”*. “Μόνο βήματα αργά, που να μου επιτρέπουν να παρατηρώ τον κάλυκα του άνθους, πώς τεντώνεται τις τελευταίες ακτίνες να αγγίξει του φωτός και πώς αλλάζει χρώμα, πώς φθίνει, στεγνώνει, πώς μαραίνεται.”
* Νίκη Μαραγκού “Προς Αμυδράν Ιδέαν”