Ο νέος χρόνος σηματοδοτεί τη συμπλήρωση των 50 χρόνων από την τουρκική εισβολή και κατοχή και πέρα από τη θλίψη που προκαλεί αυτό καθαυτό το γεγονός, προβλέπεται η περαιτέρω ενίσχυση της θλίψης με τα λόγια που ετοιμάζονται να εκστομίσουν οι πολιτικοί μας. Ήδη ο Πρόεδρος μας στο πρωτοχρονιάτικο του μήνυμα έκανε την αρχή μιλώντας για αυτά τα «50 χρόνια ενός απαράδεκτου και μη βιώσιμου στάτους κβο, μιας τραγικής πραγματικότητας με οδυνηρές συνέπειες που εξακολουθούν να υφίστανται ως αποτέλεσμα της κραυγαλέας παρανομίας: οι εκτοπισμένοι και παθόντες, οι ηρωικοί εγκλωβισμένοι, οι οικείοι των πεσόντων, οι αγνοούμενοι και οι συγγενείς τους». «Εκ μέρους της Πολιτείας» είπε ο Πρόεδρος «σφίγγω νοερά το χέρι όλων με σεβασμό και εκτίμηση και υπόσχομαι ότι δεν θα κουραστώ να εργάζομαι για τη δικαίωση». Εστιάζω στην τελευταία φράση στην οποία «πρωταγωνιστεί» η λέξη δικαίωση.
Μια λέξη που υποθέτω θα μας γυροφέρνει καθ’ όλη τη διάρκεια του νέου χρόνου, όπως μας γυρόφερνε και όλα τα προηγούμενα 50, με αποτέλεσμα να φτάσουμε σήμερα στο χειρότερο σημείο που υπήρξε ποτέ το κυπριακό πρόβλημα. Και ακριβώς επειδή έχουν περάσει 50 χρόνια χρήσης λέξεων και εννοιών που βρίσκονταν εκ των πραγμάτων σε διάσταση με την πραγματικότητα και χρησιμοποιούνταν μόνο και μόνο για να δημιουργούν φρούδες ελπίδες σε όλους μας και δη σ’ αυτούς που σήμερα ο Πρόεδρος «σφίγγει νοερά το χέρι με σεβασμό και εκτίμηση» είναι επιτέλους καιρός να τις απαλλάξουμε από την αποστολή της παραπλάνησης με την οποία τις έχουν επιφορτίσει οι κατά καιρούς «πατριώτες» της πολιτικής μας σκηνής. Με πιο απλά λόγια μετά από 50 χρόνια εισβολής και κατοχής οφείλουμε επιτέλους να ακριβολογούμε μιλώντας με αλήθειες. Και μία από αυτές τις πικρές αλήθειες είναι ότι δικαίωση δεν πρόκειται να υπάρξει για κανένα και πόσο μάλλον γι’ αυτούς που σήμερα ο Πρόεδρος τους «σφίγγει νοερά το χέρι».
Μετά από 50 χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων γενιές μεγάλωσαν με την προσδοκία της δικαίωσης και τόσοι άνθρωποι έζησαν και πέθαναν με την πίκρα της μη δικαίωσης, το λιγότερο που οφείλουν οι πολιτικοί μας να κάνουν, από τον Πρόεδρο μέχρι τον τελευταίο βουλευτή είναι να επιλέγουν λέξεις που εμπεριέχουν αλήθειες. Και η δικαίωση δεν εμπεριέχει καμία αλήθεια –και τότε και τώρα, διότι το εθνικό μας πρόβλημα ήταν ανέκαθεν ένα πρόβλημα του οποίου η λύση δεν μπορούσε δυστυχώς να είναι η δικαίωση αλλά ο επώδυνος συμβιβασμός. Μέσα από αυτό τον επώδυνο συμβιβασμό αναμφισβήτητα θα χάναμε πολλά θα κερδίζαμε ωστόσο περισσότερα απ’ όσα σήμερα έχουμε χάσει μάλλον οριστικά. Και ίσως αν οι πολιτικοί μας όλα αυτά τα 50 χρόνια ήταν περισσότερο πατριώτες και λιγότερο «πατριώτες» , αν δηλαδή έβαζαν τον τόπο πάνω από το κόμμα, πάνω από το πολιτικό κόστος, πάνω από τη ματαιοδοξία ή το όποιο μικροπολιτικό τους συμφέρον, τότε θα μιλούσαν με λέξεις που λένε την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι –ειδικά από ένα σημείο και μετά–πως για να αποφύγουμε τα χειρότερα (βλέπε διχοτόμηση, βλέπε σήμερα) έπρεπε να μιλούν για επώδυνο συμβιβασμό. Αντ’ αυτού όμως μας φλόμωναν με ψευδαισθήσεις και κούφια συνθήματα, συντηρώντας το τραύμα και το απατηλό όνειρο της δικαίωσης.
Η λέξη συμβιβασμός βέβαια προϋποθέτει πολιτική τόλμη τόσο στη χρήση της όσο και στην επιδίωξή της, διότι δεν υπάρχουν ευτυχείς συμβιβασμοί, ο ευτυχής συμβιβασμός αποτελεί αντίφαση, σχήμα οξύμωρο. Είναι όμως πιο ειλικρινής και έντιμη θέση από την «προώθηση» της δικαίωσης, όταν γνωρίζεις εκ των προτέρων το αδύνατο της πραγμάτωσής της. Και επειδή είμαστε ακόμα στην αρχή αυτού του χρόνου και προβλέπεται να ακούσουμε πολλά σχετικά με τα θλιβερά 50χρονα, καλά κάνουν οι πολιτικοί μας να προσέχουν τι θα μας πουν. Από σεβασμό και μόνο στους ανθρώπους που περιπλανήθηκαν όλα τα προηγούμενα 50 χρόνια ζώντας με την ελπίδα της δικαίωσης και πεθαίνοντας με την πίκρα της διάψευσης.