Του Σταύρου Χριστοδούλου
Απεχθάνομαι τόσο πολύ την τοξικότητα που δεν θέλω ν’ αναλώνομαι σε απαξιωτικά σχόλια, ειδικά όταν πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι έχουν διανύσει τα χιλιόμετρά τους στον χώρο των media. Την περασμένη Δευτέρα, όμως, καθώς οδηγούσα για να πάω στο ΡΙΚ, άκουγα το Τρίτο Πρόγραμμα και φρίκαρα εντελώς. Κάτι απίστευτες συζητήσεις περί του αντίχριστου, κάτι απλουστευτικές αναλύσεις και κάτι απόψεις που ταιριάζουν μόνο σε θεοκρατικό καθεστώς. Όλα αυτά, ζωντανά, από την κρατική συχνότητα τρομάρα μας. Το επίπεδο ήταν τόσο χαμηλό που δεν θα είχε νόημα να αφιερώσω ούτε μια αράδα παραπάνω. Πλην όμως την επομένη έσκασε η σκανδαλώδης παρέμβαση και η παραίτηση του Ντίνου Φοινικαρίδη. Οπότε αποφάσισα πώς αξίζουν αυτές οι αράδες κι ας χαλάσουμε τις καρδιές μας. Γιατί το ΡΙΚ δεν είναι το μαγαζάκι κανενός για να κάνει ό,τι του καπνίσει, χωρίς μάλιστα να πληρώνει και κανένα απολύτως κόστος.
Εδώ και χρόνια το ΡΙΚ κινείται σε δύο ταχύτητες. Όχι μόνο σε σχέση με την ποιότητα αλλά και τον τρόπο που οι άνθρωποι δουλεύουν εκεί. Γνωρίζω εξαιρετικούς επαγγελματίες, στην ενημέρωση και στην ψυχαγωγία, που υπερβάλλουν εαυτόν για να βγάλουν το καλύτερο αποτέλεσμα. Είχα την τιμή να φιλοξενηθώ σε αρκετές εκπομπές και έζησα από κοντά τον επαγγελματισμό συναδέλφων, οι οποίοι καλούνται με τα ελάχιστα να δημιουργήσουν ποιοτικό πρόγραμμα. Την ίδια ώρα, όμως, στους διαδρόμους κυκλοφορούν και διάφοροι άλλοι που φλερτάρουν προκλητικά με το ευτελές. Όπως απέφυγα φυσικά να δώσω τα εύσημα σε συγκεκριμένες εκπομπές το ίδιο θα κάνω και για την άλλη όψη του νομίσματος. Εκεί που σταματούν όμως οι γενικολογίες είναι όταν συμβαίνουν περιστατικά απροκάλυπτης λογοκρισίας, όπως αυτό με τον Ντίνο Φοινικαρίδη. Ο καλός συνάδελφος απέδειξε ότι διαθέτει ραχοκοκαλιά και υπέβαλε τη παραίτησή του. Ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου πάλι έδειξε να μην ιδρώνει το αφτί του. Με απύθμενο θράσος μάλιστα ο κύριος Μιχαήλ απέδωσε το κόψιμο του Κωστή Ευσταθίου σε μια απλή «ασυνεννοησία» προκαλώντας θυμηδία στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ.
Από τον κύριο Μιχαήλ δεν έχω απαίτηση να καταλάβει τι ακριβώς συνέβη. Ο Πρόεδρος όμως, που τον διόρισε, οφείλει να γνωρίζει πως δεν υπάρχει πιο κάτω από εδώ. Ακόμα ηχούν στα αφτιά μας οι πομπώδεις εξαγγελίες του Αβέρωφ Νεοφύτου ότι το ΡΙΚ θα γίνει BBC. Επειδή εμείς, όμως, οι φορολογούμενοι πολίτες που το συντηρούμε, δεν τρώμε κουτόχορτο, οφείλουμε να στείλουμε το μήνυμα ότι δεν πάει άλλο. Από τη στιγμή που πληρώνουμε 35 εκατομμύρια ευρώ ετησίως πρέπει να σοβαρευτούν και να σταματήσουν να συμπεριφέρονται σαν δευτεροκλασάτος σταθμός επαρχιακής πόλης. Άμα θέλουν να κάνουν τα ρουσφέτια του Σιζόπουλου (και του κάθε Σιζόπουλου) να βγουν στην αρένα της ιδιωτικής αγοράς και αν τους παίρνει να κάνουν τις εξυπηρετήσεις από την τσέπη τους. Επάνω στην πλάτη μας, όμως, δεν δικαιούνται ούτε να λογοκρίνουν ή να υποβαθμίζουν τόσο βάναυσα την αισθητική μας. Δεν γίνεται ένα κρατικό κανάλι να ανατροφοδοτεί τον σκοταδισμό με θεωρίες συνωμοσίας ψεκασμένων θρησκόληπτων. Ούτε να κάνει lifestyle εκπομπή με τον Βέργα κι ούτε να θεωρεί την ενημέρωση τσιφλίκι του κάθε κομματάρχη. Αυτό είναι το ΡΙΚ που δεν θέλουμε, για να θυμηθούμε την καμπάνια στις αρχές της διακυβέρνησης Αναστασιάδη «για το ΡΙΚ που θέλουμε».
Με τόσα που μας κοστίζει έχουμε κάθε δικαίωμα να διεκδικούμε τη δημόσια ραδιοτηλεόραση που μας αξίζει. Η οποία έχει υποχρέωση να προάγει την αξιόπιστη ενημέρωση και την ποιοτική ψυχαγωγία. Οι αδαείς ταυτίζουν συνήθως την ποιότητα με τη σοβαροφάνεια. Ποιοτική όμως μπορεί να είναι και μια αθλητική εκπομπή, μια σειρά μυθοπλασίας ή μια εκπομπή για το βιβλίο. Για να μη λένε δε για το BBC και γελάνε οι πέτρες, ας ρίξουν μια ματιά στην κοντινή μας ΕΡΤ.
Η απόσταση που χωρίζει το ΡΙΚ και την ΕΡΤ είναι τεράστια. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν λοιπόν για να μειώσουμε την ψαλίδα. Και επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, ας ελπίσουμε ότι οι υποψήφιοι για το 2023 θα έχουν κάτι να πουν και το ευαγές ίδρυμα.