
Kathimerini.gr
Η ιταλική δεξιά κυβέρνηση είχε παρουσιάσει το σχέδιό της ως το «μαγικό ραβδί» για τη διαχείριση των μεταναστών που φτάνουν στις ακτές της. Ομως η συμφωνία με την Αλβανία για την επεξεργασία των αιτήσεων ασύλου στο εξωτερικό, αντί να απλοποιήσει τη διαδικασία, προσέκρουσε στους τοίχους της ιταλικής Δικαιοσύνης. Οι επικριτές κάνουν λόγο για κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Καθώς ο Νιζάμ* διέσχιζε με ταχύτητα τη Μεσόγειο πάνω σε μια υπερφορτωμένη λέμβο, ύψωσε το κινητό του, κατέγραψε το πρόσωπό του και μετά γύρισε την κάμερα προς τους περίπου 50 ανθρώπους που ήταν στοιβαγμένοι στο λευκό φουσκωτό. Πίσω του, ένας άνδρας σκέπαζε τα μάτια του με τα χέρια, δακρυσμένος. Ενας άλλος του έδινε κουράγιο, χτυπώντας τον στην πλάτη. Η πρύμνη του σκάφους βυθιζόταν στο νερό καθώς διέσχιζε τη λαμπυρίζουσα θάλασσα.
Ο 21χρονος βαφέας από το Μπαγκλαντές ανάρτησε αργότερα το βίντεο στο TikTok. Μια φωνή στα oυρντού ακουγόταν να λέει: «Πάμε. Ηρθε η ώρα μας. Μην ανησυχείς. Θα είμαστε ξανά μαζί».
Πίσω στο χωριό του στην επαρχία Μανταριπούρ, οι γονείς του περίμεναν με αγωνία κάποιο νέο. Η μητέρα του και μία από τις τρεις αδελφές του τον είχαν μάθει να διαβάζει. Δεν πήγε ποτέ σχολείο και από μικρός δούλευε για να στηρίξει την οικογένεια. Στα social media, έχτιζε ένα προφίλ «κακού παιδιού» με γυαλιά ηλίου, δανεικές superbike και μοδάτο χτένισμα. Πίσω όμως από τις πόζες, η πραγματικότητα ήταν σκληρή: ο πατέρας του ήταν ηλικιωμένος και ανίκανος να δουλέψει. Ο Νιζάμ ήταν η μοναδική πηγή εισοδήματος. «Η οικογένειά μας είναι πολύ φτωχή», δήλωσε. «Επρεπε να δουλέψω».
Απελπισμένοι, οι γονείς του πούλησαν ένα μικρό χωράφι και πήραν δάνειο για να πληρώσουν έναν διακινητή, γνωστό στο χωριό. Ο Νιζάμ μεταφέρθηκε λαθραία από την Ινδία στη Σρι Λάνκα, το Κουβέιτ και την Αίγυπτο. Τελικά έφτασε στη Λιβύη, πρώτα στη Βεγγάζη και ύστερα στην Τρίπολη. Εκεί έπεσε στα χέρια της μαφίας, που του πήρε το διαβατήριο και τον κράτησε αιχμάλωτο για τρεις μέρες, βασανίζοντάς τον ενώ μέλη της μαφίας τον βιντεοσκοπούσαν. Τα βίντεο εστάλησαν στην οικογένειά του μαζί με αιτήματα για λύτρα.
Αφέθηκε ελεύθερος όταν πληρώθηκε μέρος των λύτρων. «Ενα βράδυ με πήγαν σε μια παραλία και με έβαλαν με το ζόρι σε μια βάρκα», θυμάται. Το σκάφος ξεκίνησε από το λιμάνι της Ζουάρα με προορισμό την Ιταλία. Ο Νιζάμ δεν ήξερε να κολυμπά. Η βάρκα ήταν τόσο γεμάτη που πίστευε πως θα πεθάνει. Καθώς όμως πλησίαζε στη Λαμπεντούζα, το κυριότερο σημείο εισόδου προσφύγων στην Ευρώπη, άρχισε να ελπίζει πως τα χειρότερα είχαν περάσει.
Εκανε λάθος.
Από τη Λαμπεντούζα στην Αλβανία: Το πείραμα ξεκινά
Στα τέλη Ιανουαρίου, οι ιταλικές αρχές ανέκοψαν την πορεία σε περισσότερους από 300 μετανάστες που είχαν αναχωρήσει από τη Λιβύη. Ο Νιζάμ ήταν ανάμεσά τους. Μεταφέρθηκε σε ένα ιταλικό πολεμικό πλοίο, σταθμευμένο 20 μίλια ανοιχτά της Λαμπεντούζα, όπου υποβλήθηκε σε ελέγχους υγείας, ηλικίας και εθνικότητας.
Σαράντα εννέα άτομα, μεταξύ αυτών και ο Νιζάμ, ενημερώθηκαν πως θα μεταφέρονταν στην Αλβανία, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας Ρώμης – Τιράνων για εξωτερική και ταχεία επεξεργασία αιτημάτων ασύλου.
Το σχήμα, που τέθηκε σε εφαρμογή στα τέλη του 2024, χαιρετίστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως πιθανό μοντέλο για την Ε.Ε., στον αγώνα περιορισμού των μεταναστευτικών ροών. Ομως οι επικριτές το χαρακτήρισαν απάνθρωπο και αντίθετο με τις αρχές του διεθνούς δικαίου.
Στην Αλβανία, οι μετανάστες πέρασαν μια εξαντλητική εβδομάδα, κατά την οποία ολοκληρώθηκε η μεταφορά τους μεταξύ δύο κέντρων: του λιμανιού του σέντζιν και του Τζάντερ. Εκεί, συμπλήρωσαν έγγραφα, υποβλήθηκαν σε εξετάσεις υγείας, απάντησαν σε ερωτήσεις και παρουσιάστηκαν σε ακροάσεις.Ο καταυλισμός υποδοχής αιτούντων άσυλο από «ασφαλείς χώρες» του Σέντζιν είναι έτοιμος να υποδεχθεί τη μεγαλύτερη ομάδα μεταναστών που έχει μεταφερθεί από τα διεθνή ύδατα στην Αλβανία, ύστερα από δύο προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες. Φωτογραφία: Nensi Bogdani/BIRN
Εξι από αυτούς κρίθηκαν είτε ανήλικοι είτε «ευάλωτοι» και μεταφέρθηκαν πίσω στην Ιταλία. Οι υπόλοιποι 43, μεταξύ τους και ο Νιζάμ, υπέβαλαν αιτήματα ασύλου, τα οποία απορρίφθηκαν σχεδόν αμέσως, ανοίγοντας τον δρόμο για απέλαση.
Πριν όμως εφαρμοστεί η απέλαση, ένα ιταλικό δικαστήριο παρενέβη. Αυτή ήταν η τρίτη φορά που κρινόταν παράνομη η κράτηση μεταναστών στην Αλβανία. Ο Νιζάμ και οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν τελικά σε κέντρο υποδοχής στο Μπάρι της Ιταλίας, όπου αναμένουν την απόφαση των εφέσεων για άσυλο.
Πολιτικό παρασκήνιο και νομική διελκυστίνδα
Η δεξιά πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, έχει διαμηνύσει ότι δεν σκοπεύει να επιτρέψει στα δικαστήρια να σταθούν εμπόδιο στην πολιτική της. Τον Σεπτέμβριο, μάλιστα, υποδέχθηκε τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ, ο οποίος ενδιαφέρθηκε για την ιταλο-αλβανική πρωτοβουλία, αφού προηγουμένως είχε χαρακτηρίσει το βρετανικό σχέδιο αποστολής μεταναστών στη Ρουάντα «τελειωμένο».
Τον επόμενο μήνα, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν –που έχει εκφράσει την υποστήριξή της στη δημιουργία κέντρων επαναπροώθησης εκτός Ε.Ε.– κάλεσε τα κράτη-μέλη να αντλήσουν «διδάγματα από το πρωτόκολλο Ιταλίας-Αλβανίας».Δύο αξιωματικοί της ιταλικής αστυνομίας στο λιμάνι Σέντζιν στέκονται μπροστά από το πλοίο Cassiopea, το οποίο μετέφερε 49 μετανάστες από το Μπαγκλαντές, την Αίγυπτο και άλλες χώρες στην Αλβανία, στο πλαίσιο του αμφισβητούμενου σχεδίου επαναπατρισμού αιτούντων άσυλο μέσω τρίτων χωρών. Φωτ: Nensi Bogdani/BIRN
Η πρότασή της αποδείχθηκε εξαιρετικά επίκαιρη, όταν στις 11 Μαρτίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε σχέδιο νομικού πλαισίου που θα επιτρέπει στα κράτη-μέλη να δημιουργούν κέντρα επαναπροώθησης εκτός των συνόρων της Ενωσης. Το μέτρο, που προωθείται υπό την πίεση κυβερνήσεων με σκληρή γραμμή στο μεταναστευτικό, προβλέπει την αντικατάσταση της οδηγίας του 2008, ώστε να επιτρέπονται οι λεγόμενοι «κόμβοι επαναπροώθησης» σε τρίτες χώρες, εφόσον αυτές πληρούν τα διεθνή πρότυπα και σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα», σύμφωνα με προσχέδιο του κανονισμού.
Σε αντίθεση με το μοντέλο Ιταλίας–Αλβανίας, το ευρωπαϊκό σχέδιο αφορά αποκλειστικά τα άτομα των οποίων οι αιτήσεις ασύλου έχουν απορριφθεί, και όχι όσους βρίσκονται ακόμη στο στάδιο εξέτασης του αιτήματος. Για ανθρώπους όπως ο Νιζάμ, όμως, οι επικριτές του ιταλικού σχήματος θεωρούν ότι απλώς παρατείνει άσκοπα μια ήδη τραυματική πορεία.
«Πρόκειται για ένα προπαγανδιστικό πείραμα βασισμένο στο να υποφέρουν οι άνθρωποι», δήλωσε η Ρακέλε Σκάρπα, βουλευτής του Δημοκρατικού Κόμματος. «Τα βασικά δικαιώματα αυτών των άτυχων ανθρώπων έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο».
Η Σίλβια Καλντερόνι, δικηγόρος που εκπροσωπεί τον Νιζάμ και ακόμη τρεις μετανάστες από την ίδια αποστολή, αρνήθηκε να δώσει συνεντεύξεις, εξηγώντας ότι οι πελάτες της χρειάζονται ψυχολογική στήριξη πριν μιλήσουν δημόσια. Η παρούσα αφήγηση της υπόθεσης του Νιζάμ βασίζεται σε δικαστικά έγγραφα και απομαγνητοφωνήσεις συνεντεύξεων που εξασφάλισε το BIRN.
Δικαστικές μάχες και νομικά εμπόδια
Το 2023, η Τζόρτζια Μελόνι και ο Αλβανός ομόλογός της, Εντι Ράμα, ανακοίνωσαν την εφαρμογή ενός σχεδίου εξωτερικής επεξεργασίας αιτημάτων ασύλου, το οποίο προβλέπει την κράτηση ενήλικων ανδρών από τις λεγόμενες «ασφαλείς χώρες» που εντοπίζονται στα διεθνή ύδατα χωρίς έγγραφα ταυτοποίησης. Η διαδικασία ασύλου πραγματοποιείται με επιταχυνόμενο ρυθμό –σε μόλις 28 ημέρες– οδηγώντας με σχεδόν μαθηματική βεβαιότητα στην επαναπροώθησή τους.Το πλοίο Cassiopea αγκυροβόλησε στο λιμάνι Σέντζιν στις 28 Ιανουαρίου 2025, αποβιβάζοντας 49 μετανάστες από το Μπαγκλαντές, την Αίγυπτο και άλλες χώρες. Φωτ: Nensi Bogdani/BIRN
Η Ιταλία είχε προϋπολογίσει αρχικά 653 εκατομμύρια ευρώ για το σχέδιο σε ορίζοντα πενταετίας. Ομως τα πραγματικά έξοδα έχουν ήδη εκτιναχθεί: μόνο το κόστος κατασκευής των δύο κέντρων στην Αλβανία αυξήθηκε πέρυσι κατά πάνω από 65%, από τα 39,2 εκατομμύρια στα 65 εκατομμύρια ευρώ. Η Μελόνι είχε προβλέψει ότι οι αλβανικοί καταυλισμοί θα μπορούσαν να επεξεργαστούν 36.000 αιτήματα ετησίως. Ομως το σχέδιο αντιμετώπισε εμπόδια από την πρώτη στιγμή.
Στις 4 Οκτωβρίου, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (CJEU) αποφάνθηκε ότι ο χαρακτηρισμός μιας χώρας ως «ασφαλούς» πρέπει να ισχύει για το σύνολο της επικράτειάς της. Λίγες ημέρες αργότερα, δικαστήριο στη Ρώμη χρησιμοποίησε την απόφαση αυτή για να αρνηθεί την επικύρωση της κράτησης της πρώτης ομάδας μεταναστών που είχαν σταλεί στην Αλβανία, διατάζοντας την επιστροφή τους στην Ιταλία για κανονική διαδικασία ασύλου.
Η κυβέρνηση Μελόνι αντέδρασε έντονα, καταγγέλλοντας υπέρβαση εξουσιών από τη Δικαιοσύνη. Σε μια προσπάθεια να θωρακίσει νομικά το σχέδιο, προχώρησε στην έκδοση διατάγματος που αναγνωρίζει 19 χώρες ως «ασφαλείς», κατοχυρώνοντας έτσι τον ορισμό τους στη νομοθεσία.Ορισμένοι από τους 49 μετανάστες που κρατούνται στα διεθνή ύδατα μεταξύ Λιβύης και Ιταλίας αποβιβάζονται από το πλοίο Cassiopea, συνοδευόμενοι από Ιταλούς και Αλβανούς αστυνομικούς που συμμετέχουν στην επιχείρηση. Οι μετανάστες υποβάλλονται σε διαδικασίες επαλήθευσης και ενημέρωσης στον καταυλισμό Σέντζιν πριν μεταφερθούν στις εγκαταστάσεις που έχουν κατασκευαστεί στο Τζάντερ. Φωτ: Nensi Bogdani/BIRN
Ωστόσο, η στρατηγική απέτυχε: όταν στάλθηκε δεύτερη ομάδα μεταναστών στην Αλβανία τον Νοέμβριο, το δικαστήριο της Ρώμης ανέστειλε εκ νέου την απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Στα τέλη Οκτωβρίου, Ιταλοί δικαστές ζήτησαν από το Δικαστήριο της Ε.Ε. να διευκρινίσει εάν μπορούν να υπάρξουν εξαιρέσεις στον ορισμό των «ασφαλών χωρών» για συγκεκριμένες κατηγορίες ατόμων. Η ακρόαση έγινε στις 25 Φεβρουαρίου και η απόφαση αναμένεται την άνοιξη.
Χωρίς να περιμένει την ετυμηγορία, η Μελόνι συνέχισε τις μεταφορές, επικαλούμενη απόφαση του ιταλικού Ανωτάτου Δικαστηρίου τον Δεκέμβριο, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση –και όχι τα δικαστήρια– καθορίζει ποιες χώρες θεωρούνται ασφαλείς. Το ίδιο το δικαστήριο, πάντως, διευκρίνισε ότι οι δικαστές εξακολουθούν να έχουν το δικαίωμα να εξετάζουν τη συνταγματικότητα των αποφάσεων κατά περίπτωση.
Στις 24 Ιανουαρίου, το ιταλικό πολεμικό πλοίο Cassiopea εστάλη 20 μίλια ανοικτά της Λαμπεντούζα, καθώς λόγω καλού καιρού σημειώθηκε αύξηση στις αναχωρήσεις μεταναστών από τη Λιβύη. Το ιταλικό λιμενικό και η οικονομική αστυνομία αναχαίτισαν οκτώ λέμβους που πλησίαζαν την ακτή και μετέφεραν πολλούς από τους επιβαίνοντες στο Cassiopea, όπου υποβλήθηκαν σε ελέγχους καταλληλότητας για μεταφορά στην Αλβανία.
Σύμφωνα με το ιταλικό υπουργείο Εσωτερικών, 53 άτομα διέθεταν επίσημα έγγραφα και μεταφέρθηκαν στην Ιταλία για την κανονική διαδικασία ασύλου. Αλλοι 49 –έξι από την Αίγυπτο, ένας από την Ακτή Ελεφαντοστού, ένας από τη Γκάμπια και οι υπόλοιποι από το Μπαγκλαντές– έλαβαν έγκριση για μεταφορά στην Αλβανία.
«Εξαντλημένοι και δύσπιστοι»: Η άφιξη στην Αλβανία
Η άγνοια για τον προορισμό τους προξένησε χάος στο πλοίο, σύμφωνα με ομάδα Ιταλών βουλευτών της αντιπολίτευσης και ειδικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που επιθεώρησαν τους καταυλισμούς στην Αλβανία. Οπως περιέγραψαν, ένας Αιγύπτιος μετανάστης δήλωσε πως αυτός και οι συμπατριώτες του αρνήθηκαν να φάνε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
«Δεν ήξεραν ότι πήγαιναν στην Αλβανία», δήλωσε η Ιταλίδα δικηγόρος Τσιπριάνα Κόντου, που συμμετείχε στην επιθεώρηση. «Ηταν μια στιγμή εγκατάλειψης, συναισθηματικά εξουθενωτική. Είπε ότι μόλις έμαθαν πως δεν θα πάνε στην Ιταλία, ξεκίνησαν απεργία πείνας και κάποιοι ξέσπασαν σε κλάματα».Μια ομάδα μεταναστών, συνοδευόμενη από προσωπικό ασφαλείας, περπατά μπροστά από σημαίες της Ιταλίας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης καθώς εισέρχεται στο κέντρο στο Σέντζιν της Αλβανίας. Φωτογραφία: Nensi Bogdani/BIRN
Η Παπία Ακτάρ, διερμηνέας και νομική σύμβουλος με έδρα τη Ρώμη, σκιαγράφησε παρόμοια εικόνα: «Ηταν εξαντλημένοι και σε κατάσταση σοκ. Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν», είπε.
Ωστόσο, ανώτερος αξιωματούχος του υπουργείου Εσωτερικών με γνώση της επιχείρησης, ο οποίος μίλησε ανώνυμα στο BIRN, υποστήριξε:
«Δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι υπήρξε άρνηση τροφής».
Το Cassiopea έδεσε στο λιμάνι του Σέντζιν γύρω στις 7:30 το πρωί της 28ης Ιανουαρίου.
Ρεπόρτερ του BIRN παρακολούθησε την αποβίβαση των μεταναστών κατά ομάδες των εννέα ή δέκα. Ο βηματισμός τους ήταν αργός από την κούραση, καθώς περνούσαν ανάμεσα σε αστυνομικούς, γιατρούς και εργαζόμενους σε ανθρωπιστικές οργανώσεις. Φορούσαν σανδάλια και όμοια μπλε φούτερ· κάποιοι είχαν τυλιχτεί με σάλι και μάλλινα σκουφιά για να αντιμετωπίσουν το τσουχτερό κρύο. Κρατώντας μικρές πλαστικές τσάντες με προσωπικά αντικείμενα, πέρασαν την πύλη του προσωρινού καταυλισμού.
Παρατηρητής ήταν και ο Ντεντ Μπουκακέγια, ιδιοκτήτης εταιρείας τηλεπικοινωνιών που παρέχει σύνδεση στο Διαδίκτυο στους καταυλισμούς. Ο ίδιος ανήκε στο πρώτο μεγάλο κύμα Αλβανών μεταναστών που έφυγαν με πλοίο για την Ιταλία τη δεκαετία του ’90, μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος. «Ηταν εξαντλημένοι, βαθιά ταραγμένοι. Ράγισε η καρδιά μου», δήλωσε για την άφιξη στο Σέντζιν. «Οταν τους είδα να υποφέρουν έτσι, ξαναζωντάνεψαν όλα. Ακριβώς όπως ήμασταν κι εμείς τότε. Κανείς δεν εγκαταλείπει τη χώρα του για διασκέδαση».
Στα γκρι κοντέινερ του κλειστού καταυλισμού στο Σέντζιν, οι μετανάστες εξετάστηκαν για μολυσματικές ασθένειες, τους δόθηκαν ρούχα και φαγητό και ενημερώθηκαν για τη διαδικασία ασύλου.
Κατά τους ιατρικούς και ψυχολογικούς ελέγχους, τέσσερις μετανάστες αποδείχθηκε ότι ήταν ανήλικοι και ένας ακόμη χαρακτηρίστηκε «ευάλωτος». Και οι πέντε μεταφέρθηκαν στην Ιταλία για την κανονική διαδικασία παροχής ασύλου, η οποία μπορεί να διαρκέσει χρόνια.
Ο αξιωματούχος του υπουργείου Εσωτερικών δήλωσε πως οι τέσσερις ανήλικοι είχαν αρχικά δηλώσει ενήλικοι κατά τον έλεγχο πάνω στο πλοίο, αλλά άλλαξαν την κατάθεσή τους μετά την άφιξη στην Αλβανία.
Η Ρακέλε Σκάρπα, η βουλευτής της αντιπολίτευσης που ηγήθηκε της επιθεώρησης, σχολίασε: «Αν τους είχε δοθεί περισσότερος χρόνος για να τους εξηγήσει κάποιος τα δικαιώματά τους, πιθανότατα θα είχαν δηλώσει την αληθινή τους ηλικία εξαρχής».
Αστραπιαίες διαδικασίες με προβλήματα
Για τους υπόλοιπους μετανάστες που παρέμεναν στο Σέντζιν δόθηκαν εντολές κράτησης, οι οποίες έπρεπε να εγκριθούν από ιταλικό δικαστήριο εντός 48 ωρών. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο Τζάντερ, ένα μεγαλύτερο κέντρο φιλοξενίας, περίπου 20 χιλιόμετρα προς την ενδοχώρα, περικλεισμένο από τείχη ύψους πέντε μέτρων. Η πρόσβαση σε τηλέφωνα ήταν περιορισμένη.
«Ορισμένοι δεν έχουν επικοινωνήσει για μέρες. Οι οικογένειές τους ίσως νομίζουν ότι έχουν πεθάνει», δήλωσε ένας Αλβανός νομικός συνεργάτης της Medihospes, ιταλικής ΜΚΟ που παρέχει υπηρεσίες υγείας, ψυχολογικής στήριξης και νομικής βοήθειας σε κέντρα υποδοχής σε όλη τη χώρα. Η Medihospes είχε επιλεγεί από την ιταλική κυβέρνηση για τη λειτουργία των καταυλισμών στην Αλβανία.
«Οταν τελικά καταφέρνουν να τηλεφωνήσουν και ακούνε ένα “γεια” από αγαπημένο πρόσωπο στην άλλη άκρη της γραμμής, ξεσπούν σε λυγμούς», πρόσθεσε.
Οι συνεντεύξεις για το άσυλο έγιναν εξ αποστάσεως, μέσω βιντεοκλήσης με ιταλικές αρχές. Σύμφωνα με τις απομαγνητοφωνήσεις, οι δικηγόροι των μεταναστών δεν ήταν παρόντες – κάτι που θεωρείται σύνηθες σε τέτοιες περιπτώσεις, σύμφωνα με την Καλντερόνι και πηγή του υπουργείου – αλλά υπήρχε διερμηνέας.
Ο Νιζάμ δεν ήταν ο μόνος από την επαρχία Μανταριπούρ. Ανάμεσα στους υπόλοιπους ήταν και ο Μαλίκ*, 27 ετών, και ο Ρόχαν*, 22.
Σύμφωνα με τις απομαγνητοφωνήσεις των συνεντεύξεών τους, ο Μαλίκ ήταν φοιτητής, αλλά αναγκάστηκε να δουλέψει στα χωράφια για να στηρίξει τη διαβητική μητέρα του μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ο Ρόχαν είπε στους αξιωματούχους ότι έφυγε για την Ευρώπη ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή για τη σύζυγο και την αγέννητη κόρη του. Στη Λιβύη, συνελήφθη από την αστυνομία, που τον πούλησε στη μαφία. Εμεινε φυλακισμένος για δύο χρόνια, όπου ξυλοκοπήθηκε και υπέστη κάταγμα στον ώμο. «Εγώ δεν πήγα σχολείο, αλλά η κόρη μου πρέπει να πάει», δήλωσε στην κατάθεσή του.
Ο Μαλίκ ανέφερε επίσης πως οι τοκογλύφοι που τον πίεζαν να επιστρέψει τα δάνεια του, ξυλοκόπησαν την αδελφή του, σπάζοντάς της τη μύτη με έναν κομμάτι ξύλου. Κατά την 11μηνη παραμονή του σε φυλακή της Λιβύης, του έβγαλαν τα νύχια και τον έκαιγαν με τσιγάρα. «Εχω σημάδια σε όλο μου το σώμα από τα βασανιστήρια στη Λιβύη», είπε. «Δεν μου έδιναν φαγητό, νερό, ούτε μου επέτρεπαν να πλυθώ. Οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες».
Ο Μαλίκ ικέτευσε να μην επιστραφεί στο Μπαγκλαντές. «Θέλω απλώς την ευκαιρία να πάω στην Ιταλία και να δουλέψω», είπε. «Παρακαλώ εξετάστε το αίτημά μου με προσοχή».
Ο Νιζάμ, ο ελαιοχρωματιστής, έκανε παρόμοια έκκληση: «Εχω υποβάλει ένα αίτημα προς το ιταλικό κράτος να με στείλει στην Ιταλία ώστε να βρω δουλειά. Με αυτή τη δουλειά θα στηρίξω την οικογένειά μου και θα έχω ένα καλύτερο μέλλον».
Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων, εντοπίστηκε ακόμη μία περίπτωση «ευάλωτου» μετανάστη, ο οποίος επίσης μεταφέρθηκε στην Ιταλία. «Τον διακρίναμε επειδή κούτσαινε. Αργότερα έμαθα ότι είχε εγκαύματα», εξήγησε ένας δεύτερος νομικός συνεργάτης της Medihospes –πρώην δημόσιος υπάλληλος στο Λέζχε– που μίλησε υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας.
Ολα τα υπόλοιπα αιτήματα ασύλου απορρίφθηκαν την επόμενη μέρα, στις 29 Ιανουαρίου. Οι μετανάστες –μεταξύ τους και οι Νιζάμ, Μαλίκ και Ρόχαν– έλαβαν διορία επτά ημερών για να ασκήσουν έφεση.
Ο ειδικός σε θέματα μετανάστευσης Φραντσέσκο Φέρι, μέλος της ActionAid και παρών στην επιθεώρηση, επέκρινε τον ρυθμό των ελέγχων, σημειώνοντας ότι ήταν υπερβολικά γρήγοροι για να εντοπιστεί οποιοδήποτε ψυχολογικό τραύμα.
Η Κόντου, η Ιταλίδα δικηγόρος, είπε πως οι μετανάστες που συνάντησε έδειχναν μπερδεμένοι για τη νομική διαδικασία και πως θα έπρεπε να τους είχε δοθεί περισσότερος χρόνος για να αντιμετωπίσουν τα ψυχικά τους τραύματα.
«Κάποιος που έχει υποστεί διωγμό, χρειάζεται χρόνο τόσο για να συνειδητοποιήσει τι έχει περάσει όσο και για να το εκφράσει. Αλλιώς κινδυνεύει να μην πει όλη την αλήθεια ή να φανεί αντιφατικός».
Από την πλευρά του, ο αξιωματούχος του υπουργείου διαφώνησε: «Οι μετανάστες είχαν δωρεάν πρόσβαση σε νομική βοήθεια, ενημερώθηκαν λεπτομερώς για τα δικαιώματά τους και έλαβαν γενική ενημέρωση 20 λεπτών, ακολουθούμενη από ατομικές συνεντεύξεις διάρκειας 2-3 ωρών». Ο νομικός συνεργάτης της Medihospes που είχε δει τα εγκαύματα του «ευάλωτου» μετανάστη συμφώνησε: «Προσπαθούμε να βοηθήσουμε τους μετανάστες και θέλουμε οι αιτήσεις ασύλου τους να γίνουν δεκτές».
Δικαστική αναμέτρηση και η αρχή της επιστροφής
Στο πλαίσιο του σχεδίου Ιταλίας – Αλβανίας, οι ιταλικές αρχές οφείλουν να εξασφαλίζουν τη δικαστική έγκριση της κράτησης των μεταναστών εντός 48 ωρών.
Τον Δεκέμβριο, σε μια προσπάθεια να παρακάμψει το νομικό αδιέξοδο, η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι μετέφερε την αρμοδιότητα για τις αποφάσεις κράτησης στο εφετείο της Ρώμης, το οποίο πίστευε πως θα ήταν πιο ευνοϊκό προς την κυβέρνηση. Η αλλαγή αυτή «πέρασε σιωπηρά» σε άρθρο σε έναν άσχετο νόμο για τις ποσοστώσεις εργατικής βίζας, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα.
Ο διευθυντής του δικαστηρίου όρισε έξι δικαστές για να επιληφθούν των υποθέσεων, ανάμεσά τους τέσσερις που είχαν ήδη απορρίψει προηγούμενα αιτήματα κράτησης μεταναστών με προορισμό την Αλβανία — κάτι που τροφοδότησε την εικασία ότι και αυτή η τρίτη απόπειρα θα απορριπτόταν.
Οι ακροάσεις για την κράτηση πραγματοποιήθηκαν στις 31 Ιανουαρίου, κεκλεισμένων των θυρών, σε έξι πρόχειρα διαμορφωμένες αίθουσες ενός δικαστικού μεγάρου στη Ρώμη.
Ρεπόρτερ του BIRN κατάφερε να ρίξει μερικές «κλεφτές ματιές» μέσα από πόρτες που άνοιγαν και έκλειναν, βλέποντας δικαστές να ετοιμάζονται να μιλήσουν με τους μετανάστες μέσω βιντεοκλήσης με τη βοήθεια διερμηνέων. Οι δικηγόροι περίμεναν αγχωμένοι στους διαδρόμους, με τα έγγραφα στα χέρια. Δεν επετράπη σε δημοσιογράφους να παρακολουθήσουν τη διαδικασία.
Για κάποιους μετανάστες, η αναμονή και η αβεβαιότητα αποδείχθηκαν δυσβάσταχτες. «Ο κρατούμενος έκλαιγε καθ’ όλη τη διάρκεια της ακρόασης», αναφέρεται στα πρακτικά της υπόθεσης του Νιζάμ.
Η δικηγόρος του, Σίλβια Καλντερόνι, επέκρινε τη βιασύνη της διαδικασίας, λέγοντας πως της ανατέθηκαν οι υποθέσεις λιγότερο από 24 ώρες πριν την ακρόαση, γεγονός που την εμπόδισε να προετοιμαστεί ή να μιλήσει ουσιαστικά με τους πελάτες της. «Μας αναγκάζουν να δουλεύουμε στα τυφλά», είπε.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, το δικαστήριο αρνήθηκε να εγκρίνει όλα τα αιτήματα κράτησης (43 συνολικά) και παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο της Ε.Ε.
Σε νέο πλήγμα για την κυβέρνηση Μελόνι, διατάχθηκε η επιστροφή των μεταναστών στην Ιταλία.
Ενα βίντεο από αξιωματικό του αλβανικού λιμενικού, που κοινοποιήθηκε στο BIRN, δείχνει τους μετανάστες να περπατούν σε σειρά πάνω σε μια μεταλλική ράμπα, φορτωμένοι με μεγάλες μαύρες τσάντες, ανεβαίνοντας σε περιπολικό σκάφος της ιταλικής ακτοφυλακής. Σε αντίθεση με την άφιξή τους, τώρα φορούσαν ζεστά μπουφάν και κανονικά παπούτσια.
Οι μετανάστες έφτασαν στο Μπάρι το βράδυ της 1ης Φεβρουαρίου. Καθώς το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι, φαίνονταν να κοιτούν μέσα από τα φινιστρίνια. Κάποιοι μάλιστα χαμογελούσαν. Διαδηλωτές ενάντια στο σχέδιο της κυβέρνησης περίμεναν σε μικρή απόσταση στο λιμάνι, κρατώντας πανό που έγραφε «Καλώς ήρθατε». Μετά την αποβίβαση από το σκάφος, οι μετανάστες επιβιβάστηκαν σε λεωφορείο με προορισμό κέντρο υποδοχής στα περίχωρα της πόλης.
Οι δικηγόροι έσπευσαν να ασκήσουν εφέσεις κατά της απόρριψης των αιτημάτων ασύλου των πελατών τους. Η Τσιπριάνα Κόντου επιβεβαίωσε πως όλες οι προσφυγές κατατέθηκαν εντός της επταήμερης προθεσμίας.
Εν τω μεταξύ, στην Αλβανία, τα κέντρα του Σέντζιντ και του Τζάντερ παραμένουν άδεια. Ενας μικρός αριθμός προσωπικού έχει απομείνει, περνώντας ώρες στα κοντέινερ ή πίνοντας καφέ στα λιγοστά μπαρ που έμειναν ανοιχτά στον παραλιακό δρόμο του Σέντζιν κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Για τον Νιζάμ, τον Μαλίκ και τον Ρόχαν, οι μέρες εγκλεισμού τελείωσαν. Στα ιταλικά κέντρα υποδοχής, επιτρέπεται στους φιλοξενούμενους να κυκλοφορούν ελεύθερα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η Καλντερόνι δήλωσε ότι οι πελάτες της «αναρρώνουν» και σύντομα θα μπορέσουν να αρχίσουν να εργάζονται, με τις δικαστικές αποφάσεις για τις εφέσεις να αναμένονται εντός του έτους.
Ο Νιζάμ επέστρεψε στα social media, ανεβάζοντας φωτογραφίες και βίντεο με φόντο την Αδριατική, ή μπροστά από αξιοθέατα όπως το αρ νουβό θέατρο Teatro Margherita του Μπάρι. Σε μία φωτογραφία, ποζάρει μπροστά από ένα καφέ, πλαισιωμένος από πεύκα, φορώντας γυαλιά ηλίου και ανοιχτόχρωμο πουκάμισο – ανέμελος και με στυλ.
*Τα ονόματα έχουν αλλάξει για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων.
**Η παραγωγή αυτής της έρευνας υποστηρίχθηκε με επιχορήγηση του IJ4EU fund. Το International Press Institute (IPI), το European Journalism Centre (EJC) και οι λοιποί εταίροι του ταμείου δεν φέρουν ευθύνη για το περιεχόμενο και τη χρήση του.