Του Παναγιώτη Χριστιά
Η ερμηνεία του Μακιαβέλλι από τον Αντόνιο Γκράμσι, στις «Σημειώσεις πάνω στον Μακιαβέλλι, την πολιτική και τον σύγχρονο πρίγκιπα» (1931-1933), υπήρξε από τις σπουδαιότερες, καθότι κατανοούσε για πρώτη φορά ίσως την αδιάρρηκτη σχέση ανάμεσα στο κράτος και το κόμμα. Δίνοντας μία εντελώς διαφορετική από τις μέχρι τότε «ατομικιστικές» ερμηνείες του έργου, ο Ιταλός στοχαστής ισχυρίστηκε ότι «πρίγκηπας» δεν θα μπορούσε να είναι ένα άτομο, αλλά μόνο ένα κόμμα. Κι αυτό γιατί ένα άτομο δεν μπορεί να καταλάβει την εξουσία μόνο του, ακόμη και με προσωπικό στρατό. Χρειάζεται συγκεκριμένες συμμαχίες με άλλα άτομα ή οικογένειες, πολιτικές φιλίες και σχέσεις που δεν μπορεί να στηρίζονται στην απλή υποταγή, αλλά στην αλληλοκατανόηση. Εν συνεχεία, ο Μακιαβέλλι μιλάει ξεκάθαρα για νέους τρόπους διακυβέρνησης, για νέα κοινωνικά και πολιτικά ήθη, τα οποία πρέπει να εισαχθούν στην παλαιά κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Μιλάει δηλαδή για ένα νέο πρόγραμμα εξουσίας, κάτι που δεν μπορεί να προέλθει, και που δεν προήλθε άλλωστε ποτέ, από το πνεύμα ενός μόνο ατόμου. Η εφαρμογή της πολιτικής, τέλος, δεν μπορεί να βασιστεί, και δεν βασίστηκε άλλωστε ποτέ, στο μεγαλείο του ενός. Οι δράσεις για την αλλαγή της κοινωνικής νοοτροπίας είναι τόσες πολλές, τόσο πολυσχιδείς και τόσο ετερόκλητες μεταξύ τους, που είναι βέβαιο ότι μόνο μια καλά οργανωμένη και πολυπληθής ομάδα ικανών ανθρώπων θα μπορούσαν να τις πραγματοποιήσουν. Ο Γκράμσι βέβαια, ιδρυτής και πρώτος γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, είχε σίγουρα στον νου του τις θεωρίες περί κράτους και επανάστασης του Λένιν και τη νωπή ακόμη ιστορική μνήμη του κόμματος των Μπολσεβίκων και του ρόλου του στην ανατροπή του πολιτεύματος στη Ρωσία το 1917 και τη δημιουργία της ΕΣΣΔ το 1922.
Ο Λένιν πίστευε, όπως άλλωστε και ο Blanqui και οι Γάλλοι ριζοσπάστες σοσιαλιστές του 19ου αιώνα, ότι αρκούσε η ένοπλη κατάληψη των κυβερνητικών κτηρίων, συμβολικού τόπου της κρατικής εξουσίας, από το «κόμμα των επαγγελματιών της επανάστασης» για ν’ αλλάξει το καθεστώς. Το ήδη δομημένο κόμμα θα «έπαιρνε» ένα ήδη δομημένο κράτος, όπως ένας οργανωμένος στρατός ένα πολιορκημένο κάστρο. Η αναφορά όμως του Γκράμσι στον Φλωρεντίνο στοχαστή αφήνει να εννοηθεί μια πιο βαθιά σχέση ανάμεσα στο κράτος και το κόμμα. Αντίθετα από την επίσημη ιστοριογραφία, ούτε το κόμμα είναι μεταγενέστερο του κράτους, ούτε και το κράτος είναι ξένο από το κόμμα. Κόμμα και κράτος γεννιούνται την ίδια στιγμή, δίνουν ζωή το ένα στο άλλο, ζυμώνονται, διαμορφώνοντας από κοινού τη νέα πολιτική πραγματικότητα. Κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα εμφανές στην ιστορική περίπτωση του αμερικανικού – αλλά και του νέου ελληνικού – κράτους. Τα κόμματα εμφανίστηκαν και εδραιώθηκαν κατά τη διάρκεια της θεμελίωσης του νέου κράτους. Δεν υπήρχε κράτος να «καταληφθεί» και δεν υπήρχε κόμμα για να το «καταλάβει». Υπήρχε μόνο ο αγώνας για ανεξαρτησία, ο ιστορικός, δηλαδή, πολιτικός και κοινωνικός χώρος δημιουργίας ενός νέου κράτους, που με τη σειρά του επρόκειτο να γίνει ο πυρήνας γέννησης ενός νέου έθνους. Τα κόμματα γεννήθηκαν από την ίδια τη διαδικασία γέννησης του σύγχρονου κράτους. Το δε κράτος σχηματίστηκε μέσα από τον διάλογο και την αντιπαλότητα των κομμάτων που προέκυψαν από τη διαδικασία μορφοποίησής του και εγκαθίδρυσης των νέων θεσμών.
Το πρώτο μάθημα του Γκράμσι πάνω στον Μακιαβέλλι είναι ότι κράτος και κόμμα έχουν κοινή καταγωγή και δεν μπορούν να υπάρξουν το ένα χωρίς το άλλο. Το δεύτερο μάθημα είναι ότι και τα δύο, κράτος και κόμμα, βρίσκονται σε ίση απόσταση από την εξουσία. Αν ορίζαμε αρνητικά αυτή την τριγωνική σχέση κράτους-κόμματος-εξουσίας, θα λέγαμε ότι η κρατική εξουσία νομιμοποιείται μόνο όταν τα κόμματα που την ασκούν ή που θα μπορούσαν να την ασκήσουν έχουν τα ίδια ισχυρή νομιμοποίηση στο σύνολο του λαού και όχι μόνο σε μια μικρή ή μεγάλη μερίδα του. Και αυτό ισχύει ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές ή άλλες προτιμήσεις των ψηφοφόρων: μπορεί κάποιος να διαφωνεί με τις «δεξιές» ή τις «αριστερές» προκείμενες ενός κόμματος, χωρίς όμως στα μάτια του το τάδε «αριστερό» ή το δείνα «δεξιό» κόμμα να στερείται νομιμοποίησης. Αποδέχεται κανείς την ύπαρξη του αντίπαλου κόμματος με τον ίδιο τρόπο που αποδέχεται τον αντίπαλό του στο σκάκι. Όταν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, τότε η «νόμιμη» εξουσία αρχίζει να θαμπώνει, το περίγραμμά της να γίνεται θολό και η άσκησή της δύσκολη όσο και επικίνδυνη. Αυτό ακριβώς βλέπουμε να συμβαίνει στις τωρινές αμερικανικές ενδιάμεσες εκλογές, όπου η ριζοσπαστικοποίηση εκφράζεται ταυτόχρονα ως άρνηση της νομιμότητας του άλλου και του κράτους. Όπως πολλοί αναλυτές παρατηρούν, το φαινόμενο αυτό της απονομιμοποίησης των κομμάτων και της εξουσίας στις ΗΠΑ έχει ξεκινήσει από το 2000, όταν ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο νεότερος εξελέγη με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Έκτοτε, η αμερικανική πολιτική ζωή διανύει μια περίοδο μόνιμης και εντεινόμενης περιδίνησης. Και είναι πλέον φανερό ότι για αυτή την κατάσταση δεν ευθύνεται μόνο το ρεπουμπλικανικό κόμμα, δέσμιο του Τραμπ και του τραμπισμού. Ο τραμπισμός δεν είναι η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα της περιδίνησης. Σε αυτή την περιδίνηση έχει εισέλθει το σύνολο των ανώτατων θεσμών της αμερικανικής δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων των κομμάτων, του Ανώτατου Δικαστηρίου και των σωμάτων που αντιπροσωπεύουν τον αμερικανικό λαό. Η έξοδος από την περιδίνηση δεν θα είναι εύκολη διότι απαιτεί, όπως θα έλεγε και ο Μακιαβέλλι, επιστροφή στη γενεσιουργό διαδικασία του αμερικανικού δημοκρατικού συστήματος κομμάτων, κράτους και εξουσίας.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.