Του Παναγιώτη Χριστιά
Η βασική κριτική κατά της θεωρίας των παιγνίων είναι ότι θεωρητικοποιούν ένα τυπικό ρασιοναλιστικό υποκείμενο, του οποίου οι επιλογές και οι αποφάσεις σκοπεύουν να βελτιστοποιήσουν τα οφέλη του και να μειώσουν τις ζημίες. Έχουν δε, από τον ίδιο τους τον σχεδιασμό, την τάση να αγνοούν μια από τις βασικές μορφές ορθολογισμού στα κοινωνικά σύνολα, τον ορθολογισμό ως προς τις αξίες (Βέμπερ). Αντίθετα, ορίζουν αποκλειστικά τον ορθολογισμό ως ικανότητα για χρήση μέσων προς εκπλήρωση επιλεγμένων στόχων. Ο ορθολογισμός ως προς τον σκοπό, η δεύτερη μορφή ορθολογισμού σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ, νοείται άρα ως προσπάθεια μεγιστοποίησης του ατομικού κέρδους. Αγνοεί άρα κοινωνικά άλογα πάθη όπως η πίστη, η αυτοθυσία ή η αφοσίωση, τα οποία ικανοποιούνται μόνο με άρνηση του προσωπικού κέρδους. Εύλογα προκύπτει ότι τα ατομικά υποκείμενα, τα οποία μοντελοποιούνται και αλληλοεπιδρούν στις θεωρίες παιγνίων, υπηρετούν τα έλλογα πάθη τους, δηλαδή τα συμφέροντά τους. Αντίθετα, στα συγκεκριμένα μοντέλα, θεωρείται ότι τα δρώντα υποκείμενα αγνοούν τα άλογα πάθη τους που επηρεάζουν συχνότερα και πιο συστηματικά απ’ ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε την ανθρώπινη κρίση και τις κοινωνικές συμπεριφορές. Είναι χαρακτηριστικό ότι εμπειρικές επαληθεύσεις αποτελεσμάτων της θεωρίας παιγνίων δείχνουν ότι οι παράλογες επιλογές έχουν συχνά καλύτερα αποτελέσματα από τις ορθολογικές επιλογές. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως το «παράδοξο του ορθολογισμού». Αυτό έχει αποδειχθεί επανειλημμένα σε διάφορα παίγνια και καμία ικανοποιητική εξήγηση δεν έχει προταθεί μέχρι στιγμής. Για παράδειγμα, η κατανόηση των παράλογων επιλογών που κάνουν οι καταναλωτές αποτελεί εδώ και καιρό μέρος των ερωτημάτων του οικονομικού συμπεριφορισμού.
Το θεωρητικό αυτό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για να κατανοήσουμε την απάντηση του εκλεγμένου προέδρου Τραμπ στην ερώτηση τι θα κάνει σε περίπτωση εισβολής της Ταϊβάν από την Κίνα: «Δεν θα το κάνουν, είμαι τρελός και το ξέρουν». Η απάντηση αυτή εμπεριέχει ένα ακόμη παράδοξο, δεύτερου βαθμού σε σχέση με την ανορθολογική επιλογή, το παράδοξο της ορθολογικής χρήσης του ανορθολογισμού.
Η φράση του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ, η απειλή του ουσιαστικά στην κινεζική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, λέει όμως πολύ περισσότερα απ’ ό,τι πιστεύει ο ίδιος ο Τραμπ. Το ερώτημα που τίθεται εδώ δεν είναι αν ο ίδιος ο Τραμπ είναι «τρελός», αλλά αν οι αμερικανικοί πολιτικοί θεσμοί επιτρέπουν τη χρήση ανορθολογικών μέσων προς επίτευξη επιλεγμένων σκοπών. Αυτό σημαίνει ότι ο Τραμπ θεωρεί ότι μπορεί να υπερβεί όλα τα αντίβαρα και σταθμά των μηχανισμών ελέγχων και ισορροπιών των εξουσιών της χώρας του. Κάτι τέτοιο θα ήταν περισσότερο κατανοητό σε δικτατορικά καθεστώτα όπως της Βόρειας Κορέας ή της Ρωσίας, όπου οι αντίστοιχοι πρόεδροι είναι στην ουσία ανεξέλεγκτοι. Κάτι τέτοιο υπονόησε άλλωστε και ο πρόεδρος Πούτιν όταν προκάλεσε τους Αμερικανούς σε πυραυλική μονομαχία.
Η αυθαίρετη αυτή συμπεριφορά όμως δεν θα μπορούσε να εκδηλωθεί σε καθεστώτα όπως το κινεζικό ή το πάλαι ποτέ σοβιετικό ή ακόμη και το ιρανικό καθεστώς των Μουλάδων. Τα ολοκληρωτικά αυτά καθεστώτα στηρίζονται σε ορθολογικές επιλογές που στόχο έχουν την επιβίωση του κόμματος στην εξουσία και όχι την επιτυχία των στόχων ενός μεμονωμένου προέδρου.
Όση δύναμη κι αν έχει αποκτήσει ένα συγκεκριμένο άτομο εντός του κόμματος, τα κομματικά αντίβαρα σε πρακτικές αυτοκαταστροφής είναι ανυπέρβλητα. Ο λόγος είναι απλός: ο κομματικός χρόνος είναι μεγαλύτερος από τον προσωπικό ατομικό χρόνο της ενός ανδρός αρχής. Τα ολοκληρωτικά κόμματα είναι σχεδιασμένα να αντέχουν στο χρόνο με σκοπό να μονοπωλούν την εξουσία εντός του εθνικού κρατικού χώρου. Στο DNA των κομμάτων αυτών είναι γραμμένη η λογική της μακροχρόνιας επιβίωσης και όχι η λογική της στιγμιαίας αυτανάφλεξης και αυτοκαταστροφής. Η λογική του «μετά από εμένα το χάος» δεν μπορεί να επικρατήσει στους δεινόσαυρους του ολοκληρωτικού μονοκομματισμού. Και αυτό είναι κάτι που ο Τραμπ το γνωρίζει. Αυτό ακριβώς προσδίδει στην απάντησή του, τον χαρακτήρα παραδόξου δευτέρου βαθμού. Χρησιμοποιεί ορθολογικά μια ανορθολογική απειλή.
Εδώ όμως τίθεται ένα επικίνδυνο δίλημμα για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες και ιδιαίτερα για τη δημοκρατία των ΗΠΑ. Είτε ο εκλεγμένος πρόεδρος Τραμπ όντως μπορεί να υπερβεί τα θεσμικά αντίβαρα της χώρας του και άρα μπορεί να αντιδράσει ανορθολογικά με αδιανόητες συνέπειες για τη δημοκρατία, τον λαό του και τον πλανήτη, είτε δεν μπορεί, οπότε απλώς μπλοφάρει γνωρίζοντας ότι οι Κινέζοι είναι ορθολογικοί παίκτες. Κάτι ανάλογο είχε πράξει και ο Κένεντι, το 1962, κατά την «κρίση των πυραύλων» στην Κούβα. Εκεί όμως οι περιστάσεις ήταν διαφορετικές. Η αμερικανική ηγεσία και σύσσωμο το έθνος αντιμετώπιζαν τότε μια υπαρξιακή απειλή, κάτι που δικαιολογούσε τη χρήση όλων των μέσων. Η εισβολή στην Ταϊβάν όμως δεν αποτελεί άμεση υπαρξιακή απειλή για τις ΗΠΑ. Παραμένει όμως ένα υπαρξιακού χαρακτήρα δίλημμα για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες: μπορεί όντως σε αυτές ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας να εμπλέξει τη χώρα του σε μια διαδικασία αυτοκαταστροφής για να επιτύχει τον όποιο πολιτικό ή στρατιωτικό στόχο του; Πόσο «δημοκρατικό», πόσο «φιλελεύθερο» είναι αυτό το ενδεχόμενο;
Στη ρίζα της απάντησης του Τραμπ ότι είναι «τρελός» υπονοείται μια βαθιά αλήθεια για τα φιλελεύθερα καθεστώτα, ό,τι κι αν αυτό σημαίνει και όπου κι αν αυτό οδηγεί. Τα φιλελεύθερα καθεστώτα είναι ριζικά ανορθολογικά, διότι στόχος τους δεν είναι το συμφέρον, το έλλογο πάθος του πλουτισμού ή της διατήρησης στην εξουσία. Στη ρίζα κάθε φιλελεύθερου καθεστώτος βρίσκεται το άλογο πάθος της ελευθερίας και η λογική της αυτοθυσίας για την υπεράσπισή της.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.