ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο Τρίτος Παγκόσμιος

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Όταν ο Μάνος Λοΐζος ηχογραφούσε τον «Τρίτο Παγκόσμιο», σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη, απέδιδε την αιτία ενός πιθανού τρίτου παγκοσμίου στα οικονομικά συμφέροντα «του Μπράουν, του Φίσερ και του Κραφτ». Αντίπαλοί τους και θύματα ήταν το «προλεταριάτο», «ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φρανς», οι οποίοι «σε φάμπρικα δούλευαν φτιάχνοντας τανκς». Μάλιστα, έγιναν αχώριστοι, δουλεύοντας στους Μπράουν, Φίσερ και Κραφτ φτιάχνοντας τανκς. Η απλοϊκή αυτή παρουσίαση της θεωρίας ότι πίσω από τους πολέμους κρύβονται τα συμφέροντα της αστικής επιχειρηματικότητας και των «στρατιωτικών-βιομηχανικών καρτέλ» προϋπέθετε φυσικά ότι εφόσον οι προλετάριοι έφτιαχναν τανκς, τα τανκς έπρεπε να χρησιμοποιηθούν, για να έχει νόημα η παραγωγή τους. Έτσι, οι πόλεμοι, και δη ο τρίτος παγκόσμιος, είναι και θα είναι αποτέλεσμα της ψυχρής, κυνικής λογικής του χρήματος και του κέρδους. Τα συμφέροντα, σκληρά και απάνθρωπα, αδιαφορούν για τον πόνο και τις οδύνες των εργατών, των ανθρώπων δηλαδή που παράγουν τον πλούτο των αστών. Όταν το 1974 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου πρωτοτραγουδούσε τους στίχους αυτούς, η οικονομιστική αυτή προσέγγιση του φαινομένου του πολέμου ήταν κυρίαρχη σε μεγάλα στρώματα του ιδεολογικού φάσματος στην Ευρώπη. Ο Μαρξ ήταν εκείνος που πρώτος το είχε καταλάβει, έλεγε ο στίχος, αλλά ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φρανς, οι οποίοι «έπεσαν κάτω από τα τανκς», δεν πρόλαβαν να τον διαβάσουν. Επομένως, όποιος κατανοούσε ότι μοναδική αιτία των πολέμων ήταν το εμπόριο και η οικονομία, θα μπορούσε να αποτρέψει τις ολέθριες συνέπειες ενός νέου πολέμου.

Αυτή η ερμηνεία του πολέμου, είχε και μια άλλη διάσταση. Τα οικονομικά συμφέροντα, ως έλλογα πάθη, δεν αποτελούσαν τις μοναδικές αιτίες πολέμου και καταστροφής. Συνολικά ο λόγος, όπως τον κατανόησε και τον προώθησε ιδίως ο Διαφωτισμός, βρισκόταν πίσω από τη νέα βαρβαρότητα όχι μόνο των δύο παγκόσμιων πολέμων, αλλά και των ολοκληρωτισμών. Αυτό αποτύπωσαν ο Adorno και ο Horkheimer σε ένα σημαντικό τους έργο, που σφράγισε την «κριτική θεωρία» και έγινε το έμβλημα της «Σχολής της Φρανκφούρτης». Το έργο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε το 1944 στη Νέα Υόρκη με τίτλο «Φιλοσοφικά σπαράγματα», ενώ επανεκδόθηκε το 1947 στο Άμστερνταμ, φέροντας τον τίτλο με τον οποίο καθιερώθηκε «Η διαλεκτική του Διαφωτισμού». Οι καταβολές του στοχασμού των παραπάνω φιλοσόφων ανάγονται στα 1920 περίπου, αμέσως μετά τη φρίκη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Η σκανδαλώδης και συνάμα απογοητευτική σκέψη εκείνη την εποχή ήταν ότι ο λόγος, ο οποίος διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, όχι μόνο δεν οδήγησε στην ευτυχία και την ηθική πρόοδο, αλλά μέσα από τις νέες τεχνολογικές και βιομηχανικές εφαρμογές του, έφτασε να υπηρετεί το ακριβώς αντίθετο από αυτό για το οποίο προοριζόταν. Όσο ο Διαφωτισμός στόχευε στην αποδέσμευση των ανθρώπων από τα δεινά του σκοταδισμού και της βαρβαρότητας, τόσο ο «πεφωτισμένος» κόσμος έπεφτε σε μεγαλύτερες συμφορές και καταστροφές. Αυτή ακριβώς η κίνηση του λόγου, ο οποίος μεταπίπτει στο αντίθετό του, δηλαδή σε βαρβαρότητα, αποτελεί τη διαλεκτική του Διαφωτισμού.

Τι είναι όμως αυτό που μετατρέπει τον λόγο στο αντίθετό του; Είναι κάποια παρερμηνεία του από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ή μήπως πρόκειται για κάποιο δομικό, εγγενές στοιχείο του ίδιου του λόγου, κάποιο λάθος στην ίδια του την κατασκευή; Το πρόβλημα έγκειται στην εργαλειακή φύση και χρήση του λόγου. Ο Διαφωτιστικός λόγος τέθηκε από τις ίδιες τις αρχές της σκέψης στην υπηρεσία της ελευθερίας. Εφόσον «όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά», όπως έλεγε και ο Ρήγας, η φύση του λόγου δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με της ελευθερίας. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν ξέρουμε ακριβώς τι είναι η ελευθερία. Πάντα μπορούμε να υποψιαστούμε ότι πίσω από έναν φαινομενικά «ελεύθερο» άνθρωπο βρίσκεται ένα εν αγνοία του ανελεύθερο άτομο. Η λογική αυτή, η οποία στην ουσία είναι χριστιανικής προέλευσης, είναι και ο αδύναμος κρίκος ανάμεσα στον λόγο και την ελευθερία. Όλη η στρατηγική των ανελεύθερων καθεστώτων έγκειται στο να πείσουν τους πολίτες των φιλελεύθερων καθεστώτων ότι δεν είναι πραγματικά ελεύθεροι και επομένως πρέπει ν’ απελευθερωθούν από τον ίδιο τους τον εαυτό, ακόμη και με τη χρήση εσωτερικής ή εξωτερικής βίας. Η επιστήμη και η τεχνολογία, η οποία υπηρετεί τους σκοπούς αυτής της βίας, είναι η πραγματική «εργαλειοποίηση» του λόγου. Έτσι, μετατρέπεται ο λόγος σε μηχανή παραγωγής οπλικής και ιδεολογικής τρομοκρατίας. Υπηρετεί τον μύθο της μελλοντικής «αταξικής κοινωνίας» ή της αποκατάστασης του περασμένου μεγαλείου του Γερμανικού, του Ρωσικού, του Τουρκικού ή του Κινεζικού Ράιχ. Υπηρετεί κυρίως και πρωτίστως τον μύθο της απελευθέρωσης του εφησυχασμένου αστού, σκλάβου της «αναυθεντικότητας» της «καταναλωτικής» κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, υπηρετεί το αντίθετο από αυτά τα οποία πολεμούσε κατά τους αιώνες του Διαφωτισμού: τον μύθο και τον σκοταδισμό. Όταν ο λόγος υπηρετεί τα βιομηχανικά και εμπορικά συμφέροντα στην υπηρεσία της παραγωγής πλυντηρίων, ψυγείων, αυτοκινήτων, παιχνιδιών, τότε υπηρετεί ορθά τον σκοπό του. Όταν όμως τίθεται στην υπηρεσία του εθνικού ή του κομμουνιστικού μύθου και των άλογων παθών που αυτοί γεννάνε, τότε παράγονται τέρατα, όπως όπλα μαζικής καταστροφής, πυρηνικά οπλοστάσια και βαλλιστικοί πύραυλοι, μηχανές προπαγάνδας και συστήματα κοινωνικού ελέγχου. Σκοπός του φιλελεύθερου «εργαλειακού» λόγου είναι, όπως θα έλεγε και ο Ford, οι εργάτες να μπορούν να αγοράζουν και να οδηγούν τα οχήματα που παράγουν, όχι να πεθαίνουν κάτω από αυτά.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση

X