Του Παναγιώτη Χριστιά
Η επικρατούσα λογική των φιλελεύθερων πολιτικών συστημάτων είναι του συμβολαίου. Το συμβόλαιο το υπογράφουν οι πολίτες με τον ηγεμόνα, τον μονάρχη ή τον κυρίαρχο, ανταλλάσσοντας το φυσικό τους δικαίωμα για αυτοάμυνα με την ασφάλεια που τους παρέχει το κράτος εμποδίζοντας τον οποιονδήποτε να τους στερήσει τα αγαθά και τη ζωή τους. Μοναδική εξαίρεση σε αυτό τον τύπο του συμβολαίου, το πολιτικό συμβόλαιο δηλαδή που προτείνουν στοχαστές όπως οι Χομπς, Γκρότιους, Πούφεντορφ, είναι το κοινωνικό συμβόλαιο του Ρουσσώ. Στον Ρουσσώ, οι πολίτες δεν υπογράφουν συμβόλαιο με κάποιον ηγεμόνα ή την κυρίαρχη κρατική εξουσία, τον Λεβιάθαν, αλλά με τον εαυτό τους.
Πρόκειται για ένα οριζόντιο συμβόλαιο, το οποίο ο κάθε πολίτης υπογράφει με τον εαυτό του ανταλλάσσοντας τον τυχαίο κίνδυνο να τον σκοτώσει κάποιος στη γωνία του δρόμου με το υπολογίσιμο ρίσκο της θανατικής ποινής σε περίπτωση που ο πολίτης σκοτώσει κάποιον άλλο. Η ισχύς του κοινωνικού συμβολαίου του Ρουσσώ έγκειται στη γενίκευσή του. Έγκειται δηλαδή στο ότι όλοι οι πολίτες υπογράφουν το ίδιο συμβόλαιο με τον εαυτό τους. Η λογική του συμβολαίου επιβάλλει αντίμετρα και αντισταθμίσεις ώστε η κυριαρχική δύναμη του ηγεμόνα ή του κράτους να μην καταστεί τυραννική και να μην καταδυναστεύσει τους αδύναμους πλέον πολίτες. Στα αντίμετρα αυτά περιλαμβάνονται κυρίως τρεις θεσμοί, η διάκριση των εξουσιών, ο πολυκομματισμός και η ελεύθερη οικονομία. Ιδιαίτερα η τελευταία, απαγορεύοντας στο κράτος να ανακατευθεί με την ιδιωτική ζωή των πολιτών, εξασφαλίζει για τους πολίτες μια σφαίρα ελευθερίας, η οποία προστατεύεται από την αρχή των δικαιωμάτων και της προστασίας του πολίτη.
Στους τρεις αυτούς θεσμούς προστίθεται ακόμη ένας τέταρτος, ο οποίος έχει νόημα μόνο στο πλαίσιο του κοινωνικού συμβολαίου του Ρουσσώ. Η λογική του κοινωνικού συμβολαίου είναι τέτοια που επιτρέπει τη μονομερή παύση του σε περίπτωση που το συγκροτημένο κράτος δεν εκπληρώνει την αποστολή του. Έτσι οι πολίτες, μέρος ή στο σύνολό τους, μπορούν να επιστρέψουν σε μια συλλογική ή ατομική μορφή κοινωνικής διαβίωσης πέρα ή και αντίθετα από την κρατική εξουσία. Η λογική αυτή της μονομερούς παύσης της εξουσίας του συμβολαίου από το μέρος απλών πολιτών είχε μια ιδιαίτερη απήχηση στην αμερικανική ήπειρο. Ήδη, από τον δέκατο ένατο αιώνα, στοχαστές όπως ο Χένρι Ντέιβιντ Θόρω, στο έργο του «Η πολιτική ανυπακοή» (1849), εμπνεύστηκαν από τον Ρουσσώ για να διατυπώσουν τα δικά τους δόγματα περί μονομερούς παύσης του συλλογικού θεσμού του κράτους: «Αποδέχομαι από καρδιάς το σύνθημα: “Καλύτερη κυβέρνηση είναι εκείνη που κυβερνά λιγότερο” και θα ήθελα να το δω να εφαρμόζεται ταχύτερα και συστηματικότερα. Αν εφαρμοστεί, καταλήγει τελικά σε αυτό, το οποίο επίσης πιστεύω: “Καλύτερη κυβέρνηση είναι εκείνη που δεν κυβερνά καθόλου”. Όταν οι άνθρωποι είναι προετοιμασμένοι γι’ αυτό, αυτό θα είναι το είδος της κυβέρνησης που θα έχουν. Η κυβέρνηση είναι στην καλύτερη περίπτωση απλά πρακτική και βολική (expedient), αλλά οι περισσότερες κυβερνήσεις συνήθως –και όλες οι κυβερνήσεις κατά διαστήματα– δεν είναι ούτε πρακτικές ούτε ενδεδειγμένες (inexpedient)».
Στις ΗΠΑ η ρουσσωϊκή αυτή θέση του Θόρω είναι ένα είδος πρωινής προσευχής για ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των Αμερικανών και των Αμερικανίδων. Σε αυτή τη λογική στηρίζεται και η μεγάλη υποστήριξη την οποία έχει η οπλοκατοχή στη χώρα αυτή. Στην ίδια λογική άλλωστε στηρίζεται και η ερμηνεία που έχει δοθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στο περίφημο «δικαίωμα να φέρει [ο πολίτης] όπλα».
Ο πολίτης πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι έτοιμος να ζήσει σε μια κατάσταση ακυβερνησίας και ανυπαρξίας κράτους. Μάλιστα, στη ριζοσπαστική αυτή εκδοχή του δικαιώματος για μονομερή παύση του συμβολαίου από τους πολίτες, οι τελευταίοι πρέπει να φέρουν όπλα για να είναι σε θέση να ανατρέψουν ένα άδικο κράτος, το οποίο από προστάτη έχει μετατραπεί σε τύραννο. Η παράδοση αυτή στις ΗΠΑ είναι πιο επίκαιρη από ποτέ όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών την ερχόμενη εβδομάδα. Πώς θα αντιδράσουν άραγε ακραιφνείς φιλελεύθεροι και μειονότητες σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστήριο, διορισμένο στην πλειονότητά του από τον Tραμπ, θα δώσει τη νίκη στον τελευταίο μετά από μια εμπρηστική εκλογική αναμέτρηση και ένα αβέβαιο εκλογικό αποτέλεσμα; Tο ίδιο είχε πράξει με τον Τζορτζ Μπους Τζούνιορ το 2000, όταν είχε βάλει τέλος στις επαναλαμβανόμενες καταμετρήσεις των ψήφων, δίνοντας την εκλογική νίκη στον Μπους. Και πώς θα αντιδράσουν οι οπαδοί του Τραμπ, όταν ο τελευταίος αμφισβητήσει και πάλι νίκη του Δημοκρατικού κόμματος; Ποτέ η Αμερικανική Δημοκρατία δεν ήταν πιο ευάλωτη απ’ ό,τι σήμερα. Οι συσσωρευμένες κοινωνικές ανισότητες, που οφείλονται κυρίως στην έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος, εμπιστοσύνη που θα του επέτρεπε να παρέχει, για παράδειγμα, δωρεάν υγεία και ανώτατη εκπαίδευση σε όλους και όλες, προστίθενται στα φυλετικά και άλλα μειονοτικά προβλήματα, τα οποία μαστίζουν τη χώρα.
Το βέβαιο είναι ότι όποιος κι αν είναι ή προκηρυχθεί νικητής των επερχόμενων εκλογών θα έχει απέναντί του μια βαθιά διαιρεμένη κοινωνία, μια κοινωνία με όπλα, έτοιμη να υπερασπιστεί το φυσικό της δικαίωμα ανατροπής οποιουδήποτε κρατικού καθεστώτος. Ιδιαίτερα, το ομοσπονδιακό καθεστώς δεν θα μπορέσει να συνεχίσει να ασκεί την εξουσία, την οποία ασκεί σήμερα πάνω στα κρατίδια. Είναι πολύ πιθανό η Αμερικανική Ομοσπονδία, μετά το αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογών, να μετατραπεί σε μια άτυπη συνομοσπονδία, με τις όποιες επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική και το αμυντικό δόγμα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.