ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Η ανολοκλήρωτη εικόνα της «πραγματικότητας»

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

«Twin Peaks» (1990-1991) και «Mulholland Drive» (2001) αποτελούν αδιαμφισβήτητα τομές στην ιστορία του κινηματογράφου. Τόσο η ταινία όσο και η σειρά υπήρξαν ιδιαίτερες σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο κατέγραφαν την πραγματικότητα. Και τα δύο έργα του Ντέιβιντ Λιντς ynch ήταν αστυνομικά, κάτι που παραπέμπει στην κουλτούρα της αναπαράστασης της «πραγματικότητας» και της επαγωγικής λογικής του Σέρλοκ Χολμς.

Η αποκατάσταση της χαμένης εικόνας του εγκλήματος είναι το βασικό μέλημα κάθε ντετέκτιβ, ο οποίος, για να μπορέσει να εξιχνιάσει το οποιοδήποτε έγκλημα, βασίζεται σε ένα βασικό χαρακτηριστικό της «πραγματικότητας», στη σταθερότητά της. Αναλύοντας δεδομένα, κατασκευάζει ένα συνεκτικό αφήγημα των γεγονότων που οδήγησαν στο έγκλημα και με βάση αυτό αποκαλύπτεται ο υπαίτιος ή οι υπαίτιοι. Απόλυτη αξιωματική παραδοχή όλων των έργων με αστυνομική υπόθεση είναι ότι η «πραγματικότητα» μπορεί να περιγραφεί με ακρίβεια, τα γεγονότα να ανασυσταθούν και να αναπαρασταθούν μέσα στο διήγημα του ερευνητή.

Κάπως έτσι ο διάσημος Hercule Poirot παρουσιάζει στο τέλος κάθε ιστορίας του τη σειρά των δρώμενων, τους εμπλεκόμενους και εμπλεκόμενες σε αυτά, την αλληλουχία των κινήτρων, τη διαδοχή των πράξεων, τα ίχνη και τα ευρήματα της έρευνας και, τέλος, αναλύει με συνέπεια και συνέχεια τη στιγμή του εγκλήματος. Ο αναγνώστης ή ο θεατής θεωρεί κάθε φορά, για κάθε ιστορία που παρακολουθεί, ότι υπάρχει κάτι που ονομάζεται «πραγματικότητα» και που ο εκάστοτε ντετέκτιβ μπορεί και οφείλει να ανασυνθέσει. Θεωρεί δε ότι μια αστυνομική σειρά ή ταινία ή και γενικότερα ένα αστυνομικό μυθιστόρημα είναι επιτυχημένο στον βαθμό που καταφέρνει να αναπαραστήσει με ρεαλιστικό, συνεπή προς την πραγματικότητα, τρόπο τα συμβάντα που οδήγησαν στη σύλληψη του δράστη.

Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στα φιλμ νουάρ του Ντέιβιντ Λιντς. Πολλοί κριτικοί τα έχουν χαρακτηρίσει «σουρεαλιστικά» ή «μεταφυσικά», για να μπορέσουν να περιγράψουν την έλλειψη συνέπειας της «πραγματικότητας», της ασυνέχειας των σκέψεων και των γεγονότων, την αλλοπρόσαλλη αλληλουχία των εικόνων που περνούν από τα μάτια και το μυαλό των πρωταγωνιστριών του. Με τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους, ο θεατής αισθάνεται αμήχανα μπροστά σε μια «πραγματικότητα», την οποία απλά δεν καταλαβαίνει, την οποία δηλαδή δεν μπορεί να ανασυνθέσει σε ένα συνεχές και συνεκτικό αφήγημα. Στα μάτια του θεατή, τα έργα του Λιντς είναι μια «πραγματικότητα», η οποία αντιστέκεται στη διήγηση. Βρίσκεται πλέον παγιδευμένος σε ένα νέο ερώτημα, όχι «ποια είναι η πραγματικότητα» αλλά «τι είναι η πραγματικότητα». Αν υπάρχει κάτι το σουρεαλιστικό στην κινηματογραφική ευφυία του Ντέιβιντ Λιντς είναι η ιδέα ότι υπάρχει «πραγματικότητα», μια συνεχής και συνεπής ροή γεγονότων και καταστάσεων, η οποία εντάσσεται σε ένα ενιαίο, συνολικό αφήγημα. Αν υπάρχει κάτι το μεταφυσικό, αυτό δεν βρίσκεται στις ταινίες του Lynch αλλά στο μυαλό των θεατών του και δεν είναι άλλο από την πίστη στον ολικό χαρακτήρα μιας «πραγματικότητας». Η λογική κατηγορία της «πραγματικότητας» δεν ανήκει στον αντικειμενικό κόσμο των πραγμάτων και των αισθήσεων αλλά στον υποκειμενικό κόσμο της πρόσληψης και της σκέψης. Είναι κάτι που η σκέψη προσδίδει στα πράγματα για να μπορέσει να τα αντιληφθεί.

Το παράξενο, η αμνησία, το όνειρο, η τρέλα είναι στοιχεία τα οποία έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο κινηματογραφικό σύμπαν του Lynch. Όλα αυτά ενοχλούν το αφομοιωτικό μας «στομάχι», όπως θα έλεγε και ο Nietzsche, για τον οποίο η διαδικασία της κατανόησης δεν διαφέρει από εκείνη της πέψης. Το άγνωστο και το ξένο πρέπει να μεταφραστούν με όρους γνωστούς και οικείους για να είναι θρεπτικά, πρέπει να ενσωματωθούν στη μέχρι τώρα διήγηση του εαυτού μας και του κόσμου γύρω μας. Η λογική αφομοίωση του άλλου είναι μια καθημερινή εγκεφαλική διεργασία, η οποία λαμβάνει συχνά χώρα ερήμην μας, όπως λαμβάνει χώρα και η χώνεψη μετά από ένα πλήρες γεύμα ή ένα απλό σνακ. Οτιδήποτε ενοχλεί το στομάχι μας, το σώμα το αποβάλλει, διευκολύνοντας έτσι τη ζωή. Τόσο για τον Νίτσε όσο και για τον Λιντς, η «πραγματικότητα» δεν είναι τίποτε περισσότερο από έναν ζωτικό μύθο, τον οποίο δημιουργεί ενστικτωδώς το σώμα μας για να επιβιώσει. Ο στοχαστής οφείλει να σπάσει τον καθρέπτη της συνείδησής του για να δει πέρα από τα σύνορα του ίδιου του του εαυτού. Οφείλει να ξεπεράσει το εμπόδιο της «πραγματικότητας» για να δει τον κόσμο των πραγμάτων και των γεγονότων όπως πραγματικά είναι, χαοτικός.

Ο Πλάτων μάς είχε ήδη προειδοποιήσει: η γραφή θα είναι το τέλος της μνήμης μας. Η γραφή έχει σύνταξη, άρθρωση και διάρθρωση, έχει ratio και oratio, όπως έγραφε ο Κικέρων. Είναι με άλλα λόγια μασημένη τροφή. Οι περισσότεροι κινηματογραφιστές παράγουν έργα γραφής, ο Lynch δημιούργησε έργα «άγραφα», χωρίς μνήμη και χωρίς χρόνο. Ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας αμνησιακούς είναι ότι έχουμε πείσει τον εαυτό μας πως αυτές οι λιγοστές εικόνες που μπορούμε να ανακαλέσουμε στο μυαλό μας στην υπηρεσία μιας συνεκτικής διήγησης της προσωπικής μας ιστορίας είναι ό,τι υπάρχει. Αποδεχόμαστε την απώλεια του εαυτού μας για να υπηρετήσουμε το νόημα του βίου μας. Το χειρότερο είναι ότι μέσα από την καθημερινή μας «πραγματικότητα» ταυτίζουμε τον εαυτό μας με τον βίο μας. Η πρόκληση του Λιντς είναι να αγνοήσουμε την πραγματικότητα και να δούμε τον εαυτό μας διαφορετικά, παράδοξο, παράξενο, χωρίς μνήμη και χωρίς ιστορία.

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση