Του Παναγιώτη Χριστιά
Μαύρα και βαριά σύννεφα μαζεύονται πάνω από τη Γηραιά Ήπειρο. Μετά την ανάληψη της Προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ, η Ένωση θα κινδυνεύσει να βρεθεί μεταξύ δύο πυρών, εμπορικο-οικονομικών, εκ δυσμάς, και πολιτικο-στρατιωτικών, εξ ανατολάς. Όμως τα δύο αυτά μέτωπα δεν είναι τα σημαντικότερα αυτή τη στιγμή. Το σημαντικότερο είναι το τρίτο μέτωπο, το εσωτερικό, αυτό που έχουν ήδη ανοίξει οι ακροδεξιές ευρωπαϊκές δυνάμεις, αντλώντας ιδεολογική καθοδήγηση και υποστήριξη ταυτόχρονα από την πουτινική Ανατολή και την τραμπική Δύση. Όποιος κοιτάξει τον χάρτη των πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη σήμερα θα παρατηρήσει μια αδιαμφισβήτητη προέλαση, αν όχι επικράτηση, των δυνάμεων της Ακροδεξιάς.
Στην Ουγγαρία, ο Βίκτορ Όρμπαν, ανοικτά πλέον υπέρμαχος της Ρωσίας και του Πούτιν, δεν αποτελεί κίνδυνο μόνο για τις θεμελιώδεις αξίες και αρχές της Ένωσης, αλλά και για τον προϋπολογισμό και τη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών. Μετά τις ολλανδικές εκλογές του Νοεμβρίου 2023, στις οποίες είχε επικρατήσει το Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) του ακροδεξιού Χερτ Βίλντερς, τα ηνία της χώρας ανέλαβε τετρακομματική κυβέρνηση συνεργασίας, στην οποία το ακροδεξιό κόμμα συμμετέχει με τέσσερις υπουργούς. Στη Ρουμανία, ο Καλίν Γκεοργκέσκου, φιλορώσος και συνωμοσιολόγος, φιλοδοξεί να γίνει ένας Ρουμάνος Τραμπ, εάν επικρατήσει στις προεδρικές εκλογές Δεκεμβρίου. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν ήδη προβάδισμα στη ρουμανική άκρα δεξιά. Στην Αυστρία χρειάστηκε μπλόκο των πολιτικών δυνάμεων εναντίον του νικητή των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2023, για να μην καταλάβει την εξουσία το ευρωσκεπτικιστικό, φιλορωσικό και αντιμουσουλμανικό ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ). Στην Ιταλία, η κυβέρνηση της Τζιόρτζια Μελόνι, συνασπισμός δεξιών και ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων, βλέπει με ανακούφιση την εκλογή Trump, αν και μέχρι στιγμής δεν έχει άρει τη στήριξή της στην κυβέρνηση της Ουκρανίας. Η Σλοβακία και η Κροατία επίσης κυβερνώνται από συμμαχίες που συμπεριλαμβάνουν την ακροδεξιά. Τα πράγματα βέβαια είναι ενθαρρυντικά για την Πολωνία του Ντόναλντ Τουσκ, καθώς αποκαθίστανται οι σχέσεις της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά από χρόνια διαμάχη της πολωνικής εθνικιστικής ακροδεξιάς με τους θεσμούς της Ένωσης.
Το ακροδεξιό μέτωπο όμως έχει πλέον επεκταθεί στην καρδιά της ευρωπαϊκής μηχανής: απειλεί πλέον τη «γαλλογερμανική φιλία» (l’amitié franco-allemande) και τη σταθερότητα στις δυο μεγαλύτερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ακροδεξιό κόμμα της Λε Πεν, μετά την εκλογική του νίκη στις προηγούμενες ευρωεκλογές επέβαλε ουσιαστικά νέες βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία, τις οποίες ακολουθεί πολιτική παράλυση μετά την αποτυχία της κυβέρνησης Barnier να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης. Μόνη ελπίδα πλέον του προέδρου Macron είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης συνασπισμού με κέντρο τη σοσιαλιστική αριστερά, κάτι που ήδη απορρίπτει η ακροαριστερά του Ζαν Λουκ Μελανσόν. Ωστόσο, αυτή την ώρα η μεγαλύτερη απειλή κρύβεται στις γερμανικές εκλογές του ερχόμενου Φεβρουαρίου μετά τη συμφωνία Σοσιαλδημοκρατών, Χριστιανοδημοκρατών και Πράσινων για την πρόωρη προκήρυξή τους. Το εθνικιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) είναι σε ισχυρή θέση στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας μετά την επικράτησή του στις εκλογές στη Θουριγγία. Το κόμμα αυτό έχει μάλιστα σκληρύνει το ιδεολογικό του προφίλ, καθώς ζητάει πλέον την απόσυρση της Γερμανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση (dexit). Φιλορωσικό, ενώ είχε αποδεχθεί παλαιότερα το ευρωπαϊκό μέλλον της Γερμανίας, τώρα αλλάζει πλεύση και κηρύττει ανοικτά το τέλος της Ένωσης. Αν υπήρχε κάτι το θετικό στο προφίλ της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς ιδεολογίας ήταν η συμβατότητα με την ιδέα της Ευρώπης και τη συμμετοχή στο κοινό νόμισμα. Μάλιστα πολλοί υποστήριζαν ότι τα ακροδεξιά κόμματα «βλέπουν» πλέον την Ένωση και το ευρώ ως κάτι το δεδομένο, κάτι το οποίο δεν μπορούν να πολεμήσουν. Προγραμματικές θέσεις υπέρ της εξόδου από την Ε.Ε. και το ευρώ θα αποδυνάμωναν εκλογικά τις ευρωπαϊκές ακροδεξιές παρατάξεις. Η σκλήρυνση από το AfD κινδυνεύει τώρα να συμπαρασύρει την ευρωπαϊκή ακροδεξιά στο σύνολό της στο μονοπάτι του ευρωσκεπτικισμού. Κάτι τέτοιο θα αποσταθεροποιήσει περαιτέρω τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συνεργασίας με συμμετοχή ακροδεξιών κομμάτων και θα επιφέρει πολιτική παράλυση.
Όλα όμως δεν είναι σκοτεινά στην Ένωση. Ένα ισχυρό θετικό μήνυμα αυτή τη στιγμή είναι η προώθηση κοινού προϋπολογισμού μισού τρισεκατομμυρίου ευρώ για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας. Το πλάνο αυτό θα μπορούσε να αποβεί σωτήριο τόσο για τη στρατιωτική όσο και για την πολιτική και οικονομική ενίσχυση των χωρών της Ένωσης. Επενδύσεις σε μια ευρωπαϊκή στρατιωτική βιομηχανία είναι η ενδεδειγμένη απάντηση στον οικονομικό πόλεμο του Trump, ένα ευρωπαϊκό new deal. Θα ενισχύσει την ευρωπαϊκή βιομηχανία δημιουργώντας χιλιάδες θέσεις εργασίες σε όλη την Ευρώπη. Θα τονώσει το ηθικό των Ευρωπαίων και την πίστη τους στο κοινό όραμα. Θα μπορούσε μάλιστα να γίνει το κύριο μέσο επαναπροσέγγισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο εμπλέκεται ήδη σε σημαντικά αμυντικά και στρατιωτικο-βιομηχανικά προγράμματα της Ένωσης. Ιδιαίτερης σημασίας είναι και το γεγονός ότι το Η.Β. και η Γαλλία είναι οι μόνες πυρηνικές δυνάμεις της Ευρώπης. Ο κοινός αμυντικός σχεδιασμός της Ευρώπης απαιτεί άρα στενή συνεργασία της Γαλλίας με τη Μεγάλη Βρετανία σε όλα τα επίπεδα σχεδιασμού και υλοποίησης σχεδίου πυρηνικής αποτροπής. Αλλά και εντός του πλαισίου του ΝΑΤΟ, ο ευρωπαϊκός πυλώνας της συμμαχίας πρέπει να ενισχυθεί προς όφελος της Ευρώπης και της οικονομίας της, όχι προς όφελος μιας κυβέρνησης Τραμπ η οποία διακηρύττει ανοικτά ότι βλέπει την Ευρώπη ως οικονομικό ανταγωνιστή στο εμπόριο και ως φόρου υποτελούς στις στρατιωτικές δαπάνες.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.