Του Παναγιώτη Χριστιά
Οι πρόσφατες ενέργειες της Κυπριακής Δημοκρατίες δείχνουν μια σταθερή προσήλωση προς τη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Οι δημόσιες τοποθετήσεις πολιτικών προσώπων από όλο το κομματικό φάσμα, το συνεχές ενδιαφέρον των ΗΠΑ για στρατιωτική αναβάθμιση του ρόλου της Κύπρου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, η σταθερή συμμαχία με το Ισραήλ σε μια ταραγμένη περίοδο έντονων διενέξεων στην περιοχή και τέλος το τέλμα στο οποίο βρίσκεται η πορεία προς την επανένωση των δύο κοινοτήτων της Νήσου αποτελούν αδιάψευστα στοιχεία προς αυτή την κατεύθυνση. Μπορεί άραγε το ΝΑΤΟ να λειτουργήσει ως από μηχανής θεός όταν όλοι οι άλλοι μηχανισμοί έχουν αποτύχει; Η Τουρκία πλέον δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για αλλαγή στο στάτους κβο της Κύπρου. Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν αποτύχει να φέρουν τις διαπραγματεύσεις σε αίσιο τέλος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εντελώς αδύναμη και πλέον μόνο ηθική στήριξη μπορεί να προσφέρει στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η είσοδος των Αμερικανών στη δύσκολη εξίσωση του Κυπριακού αποτελεί αδιαμφισβήτητα στοιχείο αλλαγής παιχνιδιού (game changer). Η στιγμή γι’ αυτή την αλλαγή είναι μοναδική.
Το σημαντικότερο γεγονός αυτής της συγκυρίας είναι ότι η Δύση βρίσκεται σε πόλεμο, τον οποίο φοβάται ότι θα χάσει. Το ολοκληρωτικό τόξο κλείνει γύρω από τις Δυτικές Δημοκρατίες καθώς είναι φανερό ότι Κίνα, Ρωσία, Ιράν και Βόρεια Κορέα έχουν ήδη ενεργό εμπλοκή στον ευρωπαϊκό πόλεμο της Ουκρανίας. Η δε Τουρκία παραμένει πιστή στην αμφίσημη στάση της, κάτι που ενισχύεται ακόμα περισσότερο από τον πόλεμο Ισραήλ-Ιράν. Ο πρόεδρος Ερντογάν δεν κρύβει πλέον τις διαθέσεις του εναντίον του Ισραήλ και το βέβαιο είναι ότι ακόμη και αν δεν στείλει στρατό να προστατεύσει τους Παλαιστινίους, εμπλέκεται ήδη στο δίκτυο των χωρών που υποστηρίζουν τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Χεσμπολάχ και η Χαμάς, οι οποίες διεξάγουν τον πόλεμο κατά του Ισραήλ για το καθεστώς του Ιράν. Στην παρούσα φάση, η Τουρκία δεν φαίνεται να επιθυμεί επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα μετά την εκλογή του Τραμπ στην αμερικανική προεδρία. Ο πρόεδρος Τραμπ έχει ήδη στείλει μηνύματα σκλήρυνσης της στάσης του κατά της Τουρκίας και υπέρ του Ισραήλ, κάτι που δεν διαφαίνεται να αλλάξει τα προσεχή χρόνια με δεδομένες τη σθεναρή υποστήριξη του Τούρκου προέδρου στις φιλοπαλαιστινιακές τρομοκρατικές οργανώσεις και την επίσης σθεναρή υποστήριξη του Ντόναλντ Τραμπ στις πολιτικές δυνάμεις που κυβερνούν το Ισραήλ αυτή τη στιγμή. Η απώλεια της Τουρκίας και η ενδεχόμενη συμμαχία της με τον άξονα του αυταρχισμού γίνεται αισθητή στα δυτικά διπλωματικά κέντρα και επιφέρει αναγκαίες επανατοποθετήσεις ως προς την εξωτερική πολιτική και άμυνα που θα χαράξει η νέα διακυβέρνηση Τραμπ. Η Τουρκία έχει ήδη ανακοινώσει την πρόθεσή της να δημιουργήσει στρατιωτική βάση στη Βόρεια Κύπρο. Τίνος τα συμφέροντα θα υπηρετεί όμως η στρατιωτική δύναμη της Τουρκίας απέναντι από το Ισραήλ;
Τα οφέλη από την ενδεχόμενη είσοδο της Κύπρου στο ΝΑΤΟ είναι πολλά. Το σημαντικότερο είναι η μόνιμη ασφάλεια που θα παρέχει το ΝΑΤΟ στην Κυπριακή Δημοκρατία καθότι τα μέλη του είναι υποχρεωμένα να αλληλοϋποστηρίζονται σε περίπτωση επίθεσης. Τα δε μέλη του ΝΑΤΟ δεν δύνανται να εμπλακούν σε εμπόλεμη κατάσταση. Πολλοί είναι μάλιστα οι ιστορικοί και οι αναλυτές, οι οποίοι πιστεύουν ότι εάν η Κύπρος είχε ενταχθεί στο ΝΑΤΟ κατά τη δεκαετία του 1960 αυτή τη στιγμή θα ήταν ενωμένη και ελεύθερη από κατοχικές δυνάμεις. Η συγκυρία της δεκαετίας του 1970 που έφερε τη Δύση και τις ΗΠΑ ευάλωτες απέναντι στους Σοβιετικούς ανάγκασε την αμερικανική εξωτερική πολιτική να ακολουθήσει φιλοτουρκική πολιτική στο θέμα της Κύπρου. Σε αυτό συνέβαλαν τόσο η προσκόλληση της Τουρκίας στη Δύση την εποχή εκείνη όσο και η αντίστοιχη αμφισημία της Κύπρου σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση. Η σημερινή συγκυρία είναι η εντελώς αντίστροφη. Στην «αποχαιρετιστήρια επιστολή» του προς το αμερικανικό έθνος, ο Τζορτζ Ουάσιγκτον καλούσε τους συμπατριώτες του να μην έχουν σταθερές φιλίες με συγκεκριμένα έθνη, αλλά να τις αναθεωρούν διαρκώς σε σχέση με τα συμφέροντα των ΗΠΑ και τις διαθέσεις των διαφόρων χωρών απέναντι στις ΗΠΑ. Αυτό είναι και το κλειδί της σημερινής ευκαιρίας για την Κύπρο που την ωθεί να δοκιμάσει το μόνο χαρτί που δεν έχει παίξει ακόμη για την ποθούμενη επανένωση των δυο κοινοτήτων.
Είναι βέβαιο πως η Τουρκία θα αντιδράσει σθεναρά σε μια ενδεχόμενη αίτηση της Κυπριακής Δημοκρατίας για εισδοχή στο ΝΑΤΟ. Αλλά μια ενδεχόμενη άρνησή της θα αποβεί καταστροφική για αυτήν εφόσον θα αποκαλύψει πέραν πάσης αμφιβολίας τη φιλοαυταρχική πολιτική ατζέντα του Ερντογάν. Μια ακραία αντιπαράθεση με τον Ντόναλντ Τραμπ ίσως αποτελέσει και το κύκνειο άσμα του Τούρκου προέδρου. Οι στιγμές που βιώνουμε αποτελούν μια εξαιρετική κατάσταση, η οποία απαιτεί τη χρήση εξαιρετικών μέσων. Ας μην ξεχνάμε ότι η μόνη φορά που οι Άγγλοι προθυμοποιήθηκαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ήταν στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου όταν τα γερμανικά θωρηκτά έκαναν περιπολίες γύρω από τις βρετανικές ακτές. Η άρνηση του Βενιζέλου να συνταχθεί από την πρώτη στιγμή με τις δυνάμεις της Entente ακύρωσαν την ιστορική αυτή ευκαιρία. Η παρούσα συγκυρία δεν διαφέρει από αυτήν της εποχής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο δρόμος προς μια είσοδο της Κύπρου στο ΝΑΤΟ θα βρει αντιστάσεις τόσο στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι όσο και στην εξωτερική διπλωματική αρένα. Είναι άραγε η Κυπριακή Δημοκρατία έτοιμη να παλέψει για αυτή την ευκαιρία;
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.