Του Παναγιώτη Χριστιά
Θα μπορούσε μια συνθήκη ειρήνης να είναι χειρότερη από έναν παρατεταμένο πόλεμο, στον οποίο κανείς δεν θα μπορούσε να αποκλείσει τον ύστατο κίνδυνο της χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων; Ο κοινός νους θα απαντούσε αρνητικά, αλλά αυτό που προδιαγράφεται με τη ρωσο-τουρκική προσέγγιση, με φόντο τον τερματισμό του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, αφήνει μεγάλα περιθώρια αμφισβήτησης του κοινού νου. Στην παρούσα φάση του πολέμου, η ειρήνη μόνο ήττα για τη Δύση και τη φιλελεύθερη δημοκρατία θα μπορούσε να θεωρηθεί. Το κυριότερο επιχείρημα στο οποίο βασίζεται αυτή η θεώρηση είναι ότι οποιαδήποτε μορφή ειρηνευτικής συνθήκης κάθε άλλο παρά ειρήνη θα φέρει.
Αυτό που θα φέρει είναι μια ανάπαυλα στο καθεστώς του Πούτιν και την επιτιθέμενη Ρωσία. Κατά την τωρινή κατάσταση ο ρωσικός στρατός υφίσταται απώλειες και οπισθοχωρεί, ενώ από τα μετόπισθεν η οποιαδήποτε ενίσχυση είναι αν όχι ανύπαρκτη τουλάχιστον αναιμική και αδυνατεί να συντηρήσει το κόστος του πολέμου. Ακόμη και οι υπερηχητικοί πύραυλοι, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν τη ρωσική υπεροπλία, μοιάζουν να έχουν τελικά μικρό αντίκτυπο στο μέτωπο του πολέμου εφόσον χρησιμοποιούνται για καθαρά ψυχολογικούς λόγους βομβαρδίζοντας αστικές δομές και άμαχους πληθυσμούς με αποκλειστικό τακτικό στόχο την κάμψη του ηθικού του ουκρανικού λαού. Αν το ρωσικό καθεστώς ήταν δημοκρατικό, θα ήξερε ότι το ηθικό ενός δημοκρατικού λαού δεν κάμπτεται από γελοίες κινήσεις απελπισίας. Κατά τον ίδιο τρόπο το βρετανικό ηθικό δεν κάμφθηκε όταν, το Λονδίνο, από τον Σεπτέμβριο του 1940 μέχρι τον Μάιο του 1941, ήταν στο έλεος της χιτλερικής επιχείρησης «Αστραπή» (Blitz). Βομβαρδισμοί μέχρις εσχάτων: το στρατιωτικό αυτό δόγμα απέτυχε τότε και είναι καταδικασμένο να αποτύχει και τώρα. Πόσο μάλλον που το κόστος των ρωσικών πυραύλων είναι τόσο μεγάλο και η ποσότητά τους τόσο μικρή, που ο Πούτιν στέλνει μη επανδρωμένα drones να κάνουν τη δουλειά των πυραύλων. Όλα αυτά βέβαια τα δεινά του ουκρανικού πληθυσμού θα τελειώσουν με την ανάπτυξη αντιπυραυλικής ασπίδας που δεν θα καθυστερήσει να εγκατασταθεί από τη Δύση. Γιατί αυτό που έχει η Δύση και δεν έχει ούτε ο Πούτιν ούτε οι υποτιθέμενοι σύμμαχοί του είναι απεριόριστες βιομηχανικές και τεχνολογικές δυνατότητες. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι αυτή η δυνατότητα ανήκει αποκλειστικά στα φιλελεύθερα χρηματοοικονομικά συστήματα. Συνεπώς, κάθε μέρα πολέμου είναι μια μέρα πιο κοντά στην ολοκληρωτική συντριβή του ρωσικού καθεστώτος.
Αντίθετα, μια συνθήκη ειρήνης στην παρούσα φάση, όπως αυτή που ορέγεται ο Τούρκος πρόεδρος –μια «δίκαιη ειρήνη», όπως την ονομάζει– θα ήταν καταστροφική για την Ουκρανία, την Ευρώπη και τη Δύση. Καταρχάς δεν πρόκειται για «ειρήνη», αλλά για ρωσο-τουρκικό τακτικισμό. Στην αμέσως προηγούμενη περίπτωση «ειρηνικής» διευθέτησης κρίσης με τη Ρωσία, της υποχώρησης δηλαδή της Δύσης στην προσάρτηση της Κριμαίας, οι Ρώσοι το μόνο που έκαναν ήταν να εξελίξουν το οπλοστάσιό τους και να προετοιμάσουν την εισβολή στην Ουκρανία οκτώ χρόνια αργότερα. Δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει δυνατότητα ειρήνης όσο παραμένει στη θέση του το νεοτσαρικό μαφιοκρατικό υπερεθνικιστικό καθεστώς της Μόσχας, του οποίου μοναδικό στόχος είναι η αναγέννηση του ρωσικού Ράιχ. Αμέσως μετά από μια σύναψη υποτιθέμενης «ειρήνης», ο Πούτιν θα χρησιμοποιήσει τον πλούτο της Ρωσίας για εξοπλισμούς, θα μετατρέψει το κράτος σε πολεμική μηχανή και θα στρατιωτικοποιήσει περαιτέρω τη ρωσική κοινωνία. Θα καταπνίξει κάθε εστία αντίστασης και ελευθερίας εντός της Ρωσίας, μετατρέποντάς την σε μια ευρωπαϊκή Βόρειο Κορέα. Και θα περιμένει ακόμη και μια ή και δυο δεκαετίες μέχρι να πιστέψει ότι έχει και πάλι το πάνω χέρι για να συνεχίσει αυτό που άφησε στη μέση. Εν τω μεταξύ, κατά τη διάρκεια του νέου μεσοπολέμου, δεν θα αφήσει τη Δύση σε ειρήνη. Μετά από μιας τουρκικής εμπνεύσεως ειρήνη Δύσης-Ρωσίας, ο μόνιμος μοχλός πίεσης του Πούτιν εντός της Ευρώπης, της Δύσης και του ΝΑΤΟ θα είναι ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, ο οποίος από ψυχρός που είναι σήμερα θα γίνεται όλο και πιο θερμός. Βεβαίως ο Πούτιν και ο Ερντογάν θα φροντίσουν να εξουδετερώσουν τις αμυντικές συμμαχίες της Ελλάδος και της Κύπρου με τις χώρες της Μέσης Ανατολής, τη Γαλλία, την Ευρώπη και τη Δύση. Κάτι τέτοιο θα συμβεί με κάποιου είδους ρήτρα, η οποία θα επιτρέπει στο νεοτσαρικό καθεστώς της Μόσχας να συνδράμει το νεοοθωμανικό καθεστώς της Άγκυρας σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης της τελευταίας με κράτος μέλος της Ευρώπης ή του ΝΑΤΟ. Η ανάφλεξη του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου θα οδηγήσει το ευρωπαϊκό και δυτικό στρατόπεδο σε βαθιά πολιτική και ηθική κρίση, η οποία θα φέρει ακόμη πιο κοντά την επόμενη, τελική, φάση του παρόντος πολέμου. Μια εξοπλισμένη Ρωσία θα επιτεθεί εναντίον μιας διαιρεμένης και απροετοίμαστης Δύσης. Αυτός είναι ο στρατηγικός στόχος της «ειρήνης» που ορέγονται ο Πούτιν και ο Ερντογάν.
Η μόνη πραγματική ειρήνη θα μπορούσε να επιτευχθεί με την πτώση του νεοτσαρικού καθεστώτος, την τιμωρία των ενόχων, την πληρωμή πολεμικών αποζημιώσεων στην Ουκρανία, την αποτελεσματική αποπυρηνικοποίηση της Ρωσίας και την κοινή ομολογία ότι τα σύνορα της Ευρώπης είναι ενιαία και απαραβίαστα. Αυτή την ειρήνη η Δύση μπορεί να την πραγματοποιήσει μόνο συνεχίζοντας τον πόλεμο και όχι διακόπτοντάς τον για να δώσει στον ασθμαίνοντα εχθρό της τον χρόνο και τα μέσα για να επανακτήσει τις δυνάμεις του. Το μόνο πράγμα που συνηγορεί υπέρ μιας ταπεινωτικής ειρήνης με οποιοδήποτε κόστος είναι ο φόβος ενός πυρηνικού πολέμου. Αλλά αυτός δεν θα λήξει με αυτή την ειρήνη…
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.