Του Παναγιώτη Χριστιά
Μια βασική θέση των φιλελεύθερων είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικός φιλελευθερισμός χωρίς οικονομικό φιλελευθερισμό, χωρίς δηλαδή ελεύθερη οικονομία της αγοράς. Όπου δεν λειτουργεί ελεύθερα η αγορά, εκεί υπάρχει και έλλειμα δημοκρατίας. Στην ουσία, η ελεύθερη αγορά δεν εγγυάται μόνο την ομαλή λειτουργία της οικονομίας, αλλά πρωτίστως την ομαλή λειτουργία του πολιτικού πλουραλισμού και του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Εκεί έγκειται και η σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στα φιλελεύθερα και στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Η σοσιαλδημοκρατία, ενώ υποστήριζε τις φιλελεύθερες πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ήταν αντίθετη στην ελεύθερη αγορά, προωθώντας τη δημόσια επιχειρηματικότητα, σε ένα μεγάλο βαθμό μέσω της εθνικοποίησης ιδιωτικών επιχειρήσεων. Αυτό διατυπώθηκε και θεωρητικά από όσους επιχείρησαν να διαχωρίσουν τον πολιτικό από τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Ο διαχωρισμός αυτός εδράζεται κυρίως στην ηθική της κοινωνικής αλληλεγγύης και ισότητας, η οποία, σύμφωνα με τους σοσιαλδημοκράτες, εκφράζει τη βασική αρχή του πολιτικού φιλελευθερισμού. Ο σοσιαλιστικός «κρατισμός» θεωρήθηκε ως ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνικής προόδου. Τον μύθο αυτό κατέρριψε πολύ νωρίς, πριν καν επικρατήσουν τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Ευρώπη γύρω στα 1980, ο σοσιαλιστής πολιτικός φιλόσοφος Νίκος Πουλαντζάς. Στο τέταρτο μέρος του έργου του «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός» (1978), με τίτλο «Η παρακμή της δημοκρατίας. Ο αυταρχικός κρατισμός», ο Πουλαντζάς περιγράφει με εύγλωττο τρόπο πώς μπορεί το σοσιαλιστικό εγχείρημα να αποτύχει και να εκφυλιστεί το πολίτευμα σε έναν ήπιο ολοκληρωτισμό. Ελλείψει καλύτερου όρου, ο πολιτικός στοχαστής ονομάζει την κρατική αυτή μορφή «αυταρχικό κρατισμό». Ο όρος αυτός δείχνει τη γενική τάση μιας μεταβολής που οδηγεί στην οριστική παρακμή των θεσμών της πολιτικής δημοκρατίας.
Αποτυπώνει την εντεινόμενη μονοπώληση από το κράτος του συνόλου των τομέων της κοινωνικο-οικονομικής ζωής. Αυτή η μονοπώληση συνοδεύεται από έναν δρακόντειο και πολύμορφο περιορισμό των λεγόμενων «τυπικών» ελευθεριών.
Όπως και στα ολοκληρωτικά συστήματα, έτσι και στον αυταρχικό κρατισμό βασικό χαρακτηριστικό είναι η απουσία πολιτικού πλουραλισμού που οδηγεί στην απρόσκοπτη κυριαρχία ενός κόμματος. Πώς όμως μπορεί αυτό να συμβεί σε περιβάλλον κοινοβουλευτικής δημοκρατίας; Ο Πουλαντζάς παρακάμπτει τα ιδεολογικά ζητήματα και εξηγεί ευθύς εξαρχής ότι το Κυρίαρχο Μαζικό Κόμμα δεν είναι ένας ιδεολογικός χώρος, αλλά το σύνολο των ατόμων που επωφελούνται από την άλωση του κράτους, ανεξαρτήτως κόμματος. Είναι το κόμμα της δημόσιας διοίκησης και των δημοσίων υπαλλήλων, το κόμμα του κρατικοδίαιτου καπιταλισμού και των δημόσιων επιχειρήσεων. Το κόμμα αυτό δεν ελέγχεται από τους εκλεγμένους βουλευτές του, αλλά από αφανείς κομματικούς βαρόνους όλων των αποχρώσεων. Στέκεται δίπλα και υπάρχει παράλληλα με τον κρατικό μηχανισμό, από τον οποίο απομυζά τον κρατικό πλούτο, στρεβλώνοντας τις λειτουργίες της δημόσιας υπηρεσίας. Σκοπός του είναι απλά και κυνικά η άλωση του κράτους. Μάταια θα προσπαθήσει κάποιος να βρει ιδεολογικό ή άλλο έρεισμα. Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι το κόμμα αυτό λειτουργεί χάρη σε έναν εθελοδουλικό μηχανισμό χάρη στον οποίο δεν χρειάζεται να κινητοποιηθεί ιδιαίτερα ο κομματικός ή ο παρακομματικός μηχανισμός για να επιβάλει την πρακτική της άλωσης του κράτους. Το κυρίαρχο μαζικό κόμμα συγκροτείται, παρατηρεί ο Πουλαντζάς, από μια διπλής κατεύθυνσης μετακίνηση ψηφοφόρων. Ταυτόχρονα με τους κομματικούς διορισμούς παρατηρείται και μια είσοδος στα κομματικά γραφεία δημόσιων υπαλλήλων και λειτουργών. Επομένως δεν είναι μόνο το κόμμα που διεισδύει στην δημόσια υπηρεσία αλλά και η δημόσια υπηρεσία που εισχωρεί στο κόμμα. Δημιουργείται έτσι μια κομματικοκρατική οντότητα η οποία κερδίζει διαρκώς τις εκλογές, σε περιβάλλον αδιαφάνειας και εκτεταμένης διαφθοράς. Ανεξάρτητα λοιπόν από το ποιο επίσημο κόμμα κερδίζει τις εκλογές, το σκιώδες κυρίαρχο μαζικό κόμμα είναι μόνιμα στην εξουσία.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια αυξανόμενη αστυνόμευση τόσο του χώρου της δημόσιας υπηρεσίας όσο και του δημόσιου χώρου γενικότερα. Όπως για την ανάληψη δημοσίου έργου απαιτείται η ένταξη στην παρακρατική μαφιοκρατία, έτσι και στο σκιώδες μαφιοκρατικό σύστημα δεν αρκεί ένας πολίτης να ανήκει στο κυβερνών κόμμα για να διοριστεί, πρέπει ταυτόχρονα να έχει άκρες και στο μαφιοκρατικό σύστημα. Σε αυτές τις συνθήκες, η κατάληξη μπορεί να έχει δύο μορφές. Εάν μια χώρα διαθέτει δημοκρατική παράδοση με θεσμούς, οι οποίοι, παρότι παραγκωνίζονται, δεν παύουν ποτέ να ισχύουν, η αποκατάσταση είναι εφικτή με σχετικά λιγοστό κόστος για τη δημοκρατία. Είτε καθίσταται δυνατή μια επιχείρηση «καθαρών χεριών» για να εξυγιανθεί σε κάποιον βαθμό το σύστημα, είτε η χώρα οδηγείται σε κρίση και χρεοκοπία, οπότε τα ηνία της αναλαμβάνουν τελικά νέες δυνάμεις εξυγίανσης. Εάν όμως αυτό δεν ισχύει, όπως στη Ρωσία του Πούτιν, χώρα με κατ’ εξοχήν παράδοση αυταρχισμού της εξουσίας, τότε το κυρίαρχο μαζικό κόμμα ταυτίζεται με το επίσημο κόμμα εξουσίας. Το κόμμα αυτό μπορεί να επιβάλει έναν εκ των πραγμάτων μονοκομματισμό, φιμώνοντας ουσιαστικά κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή. Η χώρα τότε οδηγείται στον δεσποτισμό και στην πλήρη αναίρεση των πολιτικών ελευθεριών, η δε οικονομία της περνάει στα χέρια του αρχιμαφιόζου της μονοκομματικής εξουσίας και στους βαρόνους του. Μια τέτοια δικτατορία μπορεί να πέσει μόνο εφόσον τα πλούτη που παράγει η χώρα είναι αρκετά ώστε να ικανοποιήσουν τις ορέξεις της κάστας της διευρυμένης κρατικής διοίκησης, των οικογενειών τους και όσων πρόσκεινται σε αυτές. Την αρχή δε του τέλους της σηματοδοτεί η αυξανόμενη ανάγκη για ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι οι οπαδοί του δικτάτορα δεν τον ακολουθούν πλέον εθελοδουλικά.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου και εταίρος του ερευνητικού κέντρου «Ευρωπαϊκές Δυναμικές» του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.