ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

De facto μονοκομματισμός

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Σε μια πλουραλιστική δημοκρατία, de facto μονοκομματισμό θα αποκαλούσαμε την πολιτική κατάσταση κατά την οποία ένα κυβερνών κόμμα δεν φαίνεται να έχει αντίπαλο όχι μόνο για τις επόμενες αλλά και για τις μεθεπόμενες εθνικές βουλευτικές εκλογές. Δημοσκοπικά, αυτό καταγράφεται από δύο κυρίως δείκτες, την καταλληλόλητα του πρωθυπουργού και την παράσταση νίκης του κόμματος. Όσο αυτοί οι δείκτες παραμένουν σταθεροί και υψηλοί υπέρ του νυν πρωθυπουργού και του κυβερνώντος κόμματος, και μάλιστα χωρίς να κινδυνεύει από τα υπόλοιπα κόμματα και πολιτικούς αρχηγούς, τότε μπορούμε να πούμε ότι η χώρα έχει εισέλθει σε κατάσταση de facto μονοκομματισμού. Οι βασικές αιτίες για την ολοκληρωτική επικράτηση ενός κόμματος είναι τρεις. Η πρώτη και βασικότερη σχετίζεται με το ιδεολογικό κλίμα. Αν το κυβερνών κόμμα καταφέρει να μείνει μοναδικός εκφραστής της κυρίαρχης ιδεολογίας, τη στιγμή που τα υπόλοιπα κόμματα είναι ιδεολογικά άκυρα, τότε έχει πίσω του ένα ισχυρό ρεύμα εξουσίας. Η δεύτερη αιτία αφορά τους κομματικούς αρχηγούς. Η εμπιστοσύνη που δείχνει ο λαός σε έναν ηγέτη δεν σχετίζεται μόνο με το πόσο χαρισματικός είναι.

Η έννοια του «χαρισματικού» ηγέτη ή «σωτήρα» σμιλεύθηκε στις δύσκολες εποχές του Μεγάλου Πολέμου και του μεσοπολέμου από Γερμανούς στοχαστές, κυρίως τον Μαξ Βέμπερ. Σε χαλεπούς καιρούς, ο λαός πλανάται συχνά και εμπιστεύεται τις υποσχέσεις ατόμων που οραματίζονται την αποκατάσταση ενός χαμένου μεγαλείου. Αντίθετα, σε κανονικούς καιρούς, οι πολίτες εμπιστεύονται εκείνον που με τα έργα του θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη τους στον τόπο τους και το μέλλον τους. Στην πρώτη περίπτωση, η συμπάθεια προς το πρόσωπο του «σωτήρα» βασίζεται σε κάποιου είδους παρελθοντολαγνεία ή ρεβανσισμό. Τέτοιες περιπτώσεις υπήρξαν η «πρώτη φορά αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ και η επιστροφή στις «ελληνοχριστιανικές» και «ελληνοκεντρικές» αξίες των διαφόρων γκρουπούσκουλων της Ακροδεξιάς. Στη δεύτερη περίπτωση, η συμπάθεια προς το πρόσωπο του καταλληλότερου πρωθυπουργού οφείλεται στη μέριμνα του τελευταίου για το άμεσο και μεσοπρόθεσμο μέλλον. Ανεξάρτητα από πολιτικές ιδεολογίες, οι ψηφοφόροι αξιολογούν τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές πρακτικές της κυβέρνησης και τον τρόπο με τον οποίο αυτές αντανακλούν ένα ευοίωνο και καλύτερο μέλλον. Με άλλα λόγια, η εικόνα του μέλλοντος φωτίζεται από το παρόν και όχι από το παρελθόν.

Η τρίτη αιτία επικράτησης ενός μοναδικού κόμματος σε ένα πολυκομματικό καθεστώς έχει άμεση σχέση με το είδος της πολιτικής που επιλέγει τόσο το κόμμα αυτό όσο και τα αντίπαλα σε αυτό κόμματα. Δύο είναι τα ήδη πολιτικής, η επικοινωνιακή και η πολιτική ουσίας. Η πολιτική ουσίας είναι η στροφή «στα ίδια τα πράγματα», όπως θα έλεγε και ο Μακιαβέλλι. Αποδεσμευμένη από ιδεολογικά κλισέ και αγκυλώσεις, η πολιτική αυτή βασίζεται στις καλύτερες πρακτικές παγκοσμίως, κυρίως σε οικονομικά και κοινωνικά θέματα. Για παράδειγμα, η επιλογή της παρούσας κυβέρνησης της Ελλάδος για μια επιδοματική κοινωνική πολιτική αντί μιας κρατικής οικονομίας δημοσιοϋπαλληλικού τύπου ακολουθεί τις καλύτερες ευρωπαϊκές και παγκόσμιες πολιτικές αυτή τη στιγμή. Αυτό συμβαίνει διότι επιτρέπει στο κράτος να παραμένει εξωτερικός κριτής των οικονομικών δρώμενων, με δικαίωμα παρέμβασης για την αποφυγή των στρεβλώσεων της αγοράς σε ένα ανήσυχο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον με υψηλό πληθωρισμό. Παράλληλα, η υψηλή φορολόγηση, όσο αντιφιλελεύθερο και αν ακούγεται, είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για μια φιλελεύθερη πολιτική στην Ελλάδα του σήμερα, στην Ελλάδα δηλαδή της μετά την κρίση εποχής. Τόσο το υψηλό εξωτερικό χρέος της χώρας όσο και οι χαμηλοί μισθοί και συντάξεις στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα αποτελούν βαρίδια, που δεν επιτρέπουν τη μείωση της φορολογικής προσπάθειας.

Αντίθετα από την πολιτική ουσίας, η επικοινωνιακή πολιτική στηρίζεται στη μάχη για την κατοχή μεγάλης μερίδας των media και στο υποτιθέμενο λαοπρόβλητο προφίλ ενός κομματικού αρχηγού. Η επικοινωνιακή πολιτική σε σχέση με την πολιτική ουσίας είναι ό,τι η ρητορική σε σχέση με τη φιλοσοφία: έπεα πτερόεντα. Σε έναν πολιτισμό όπου κυριαρχεί η εικόνα και τα κοινωνικά media, πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι η εμπιστοσύνη του λαού στο πρόσωπο ενός αρχηγού μπορεί να κατασκευαστεί ακολουθώντας μια σειρά από μιντιακές πρακτικές και τεχνάσματα. Παράλληλα, οι ίδιοι οι οποίοι χτίζουν το ψηφιακό τους προφίλ φροντίζουν να σπιλώνουν το προφίλ των αντιπάλων τους, πάλι μέσα από την παντοδυναμία της εικόνας, της επίφασης και της μάχης των εντυπώσεων. Η δυσκολία όμως της επικράτησης ενός κόμματος με άξονα την επικοινωνιακή πολιτική είναι διπλή. Πρώτον, διότι το ίδιο το κόμμα το οποίο επιδίδεται σε μιντιακές ρητορικές καταλήγει στο τέλος να μπερδέψει τις ρητορικές αυτές με την πολιτική ουσίας. Αναλώνει δηλαδή όλα τα μέσα και όλο το ανθρώπινο κεφάλαιό του στη μιντιακή υπερπροσπάθεια και απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την πραγματικότητα του οικονομικού και κοινωνικού πεδίου. Δεύτερον, διότι το παιχνίδι της επικοινωνιακής πολιτικής είναι δίκοπο μαχαίρι και συχνά στρέφεται εναντίον εκείνου που το καταχράται.

Όσο η επιλογή των κομμάτων της αντιπολίτευσης παραμένει η επικοινωνιακή πολιτική στο φόντο ενός ακυρωμένου από την πραγματικότητα ιδεολογικού παρελθόντος, θα παραμένει άλυτο το πρόβλημα του ντε φάκτο μονοκομματικού κοινοβουλευτισμού. Η δύναμη του κοινοβουλευτικού συστήματος έγκειται στην εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Όσο ένα κόμμα παραμένει ισχυρό για περισσότερο των δυο ή και τριών δεκαετιών, τότε προκύπτουν νέα απρόβλεπτα ζητήματα. Έτσι, λόγου χάρη μετά το τέλος της παντοδυναμίας της Μέρκελ, φάνηκε ξεκάθαρα ότι, εξαιτίας της Γερμανίας, η Ευρώπη είχε πέσει θύμα μιας άκρατης και σε βάθος χρόνου φιλορωσικής πολιτικής.

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση