Της Μαρίνας Οικονομίδου
«Δεν είμαι ιδεολόγος. Ιδεολογία μου είναι ο ορθολογισμός» έλεγε την εβδομάδα που πέρασε ο τέως χρηματοοικονομικός επίτροπος Παύλος Ιωάννου, όταν ανακοίνωνε την απόφασή του να κατέλθει ως αριστίνδην υποψήφιος με το ακροδεξιό κόμμα ΕΛΑΜ. Δεν υπήρχαν βεβαίως πολλοί που συνέδεαν την υποψηφιότητα με οποιοδήποτε ιδεολογικό πρόσημο για να χρειαστεί η επεξήγηση. Ήταν αρκούντως κατανοητό πως αποκάλυπτε τον τυχοδιωκτισμό ενός ανθρώπου που ψάχνει απλώς το «όχημα» για να εκλεγεί. Τυχοδιωκτισμός, δεδομένου ότι το ΕΛΑΜ φαίνεται, βάσει δημοσκοπήσεων, να κλειδώνει την έδρα στην Ευρωβουλή.
Όσο κι αν οι επιδιώξεις Ιωάννου ήταν εμφανείς, η εξαγγελία προκάλεσε αναπόφευκτα την αμηχανία μέρους του πολιτικού συστήματος. Το ΕΛΑΜ έκανε μία κίνηση πολιτικής νομιμοποίησης, βάζοντας υποψήφιο ένα πρόσωπο που αποτελούσε μέχρι χθες θεσμό της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η υποψηφιότητά του σφράγιζε συνεπώς την απενεχοποίηση της ακροδεξιάς ψήφου και άνοιγε τον δρόμο για να ακολουθήσουν άλλοι συστημικοί υποψήφιοι στις επόμενες εκλογές.
Όμως η υποψηφιότητα Ιωάννου αποτελούσε το σύμπτωμα του προβλήματος και όχι το πραγματικό πρόβλημα. Και αυτό γιατί η κανονικοποίηση του ΕΛΑΜ είχε ξεκινήσει υπόκωφα από το ίδιο το πολιτικό σύστημα.
Αυτό το πολιτικό σύστημα που σήμερα διαμαρτύρεται για την άνοδο της Ακροδεξιάς, προειδοποιώντας για τους κινδύνους που έρχονται, έκλεισε βολικά τα αφτιά όταν η Χρυσή Αυγή χαρακτηριζόταν εγκληματική οργάνωση και έντυσε τον φασισμό με ένα ωραίο περιτύλιγμα. Ποιος από αυτούς, για παράδειγμα, ζήτησε πλήρη διερεύνηση της δράσης του ΕΛΑΜ, όταν το αδελφό κόμμα, στο οποίο η ηγεσία του ΕΛΑΜ ήταν ενεργό μέρος, οδηγείτο στην φυλακή;
Και ενώ στην Ελλάδα κάποιοι βρέθηκαν στη φυλακή, στην Κύπρο η Ακροδεξιά έγινε ένα με το υπόλοιπο σύστημα. Και ενώ στην Ελλάδα τα υπόλοιπα κόμματα του δημοκρατικού τόξου απομόνωσαν την Ακροδεξιά, στην Κύπρο κάποιοι συνεργάστηκαν μαζί της. Όταν για παράδειγμα τον περασμένο Ιανουάριο ανακοινώνονταν οι διορισμοί στα Δ.Σ. των ημικρατικών συμβουλίων, αυτό που σόκαρε ήταν ο διορισμός του Κωνσταντίνου Κωσταλιά στο ΤΕΠΑΚ. Σόκαρε και για την προχειρότητα με την οποία ο πρόεδρος μοίραζε αξιώματα, σόκαρε όμως και για την ουσία της επιλογής. Ένας υποτυπώδης έλεγχος των μέσων κοινωνικής δικτύωσής του να γινόταν, θα διαπιστωνόταν με ευκολία πως εκτός από στέλεχος του ΕΛΑΜ είναι και περήφανος νοσταλγός της Χούντας. Μπροστά στην κατακραυγή που λέρωνε περαιτέρω την εικόνα της κυβέρνησης, ο Νίκος Χριστοδουλίδης ανακάλεσε την απόφασή του. Δεν εξήγησε ποτέ όμως τι τον ώθησε να κάνει μία τέτοια επιλογή. Τον γνώριζε προσωπικά και αγνόησε τις δεδηλωμένες ακραίες θέσεις του χάριν των ικανοτήτων του, ή αποτελούσε προϊόν συνδιαλλαγής με το ΕΛΑΜ, για τη βοήθεια που του έδωσε υπογείως τη δεύτερη Κυριακή;
Η πρώτη βεβαίως υπόγεια βοήθεια του ΕΛΑΜ προς το υπάρχον πολιτικό σύστημα δεν ξεκίνησε σήμερα, αλλά από το 2021. Καταγράφηκε με το περιβόητο νεύμα του Αβέρωφ Νεοφύτου προς το ΕΛΑΜ για να στηρίξει την Αννίτα Δημητρίου για την προεδρία της Βουλής, με την τελευταία να τους δίνει ως αντάλλαγμα την ad hoc επιτροπή για το δημογραφικό πρόβλημα. Μία επιτροπή στην οποία ακούγονται πλήθος ανακριβειών, που διασπείρει ψεύδη, νομιμοποιεί τον ρατσιστικό λόγο εντός της Βουλής και –κυρίως– ενισχύει το αφήγημα της Ακροδεξιάς τα τελευταία τρία χρόνια.
Η Ακροδεξιά και το αφήγημά της ήταν για καιρό βολική για το πολιτικό σύστημα. Βολική για να αποσείσει τις ευθύνες που έχει για την ανεπάρκεια λύσεων και να παρουσιάσει ως τον εχθρό και τη ρίζα όλων των κακών, το ξένο, το διαφορετικό. Γι’ αυτόν τον λόγο για χρόνια θωπεύεται από τους υπόλοιπους χώρους.
Σήμερα που απειλεί τη δική τους πολιτική επιβίωση, ίσως είναι καλά να αναθεωρήσουν τον τρόπο που πολιτεύονται. Όχι με συνθηματολογία και συναισθηματισμό λίγο προτού ξεκινήσει ο προεκλογικός. Είναι ώρα να πολεμήσουν τη μισαλλοδοξία της Ακροδεξιάς οργανωμένα, με την κατάθεση σαφών πολιτικών θέσεων. Με την απαίτηση της πλήρους διαλεύκανσης σκανδάλων και απονομής της δικαιοσύνης. Με την επιλογή των ορθολογιστικών φωνών για να τους εκπροσωπούν.
Το λυπηρό είναι πως επειδή κάποιοι από αυτούς επέλεξαν να βουτήξουν στα λασπόνερα της μισαλλοδοξίας, για να αποκτήσουν πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη, επίσης, επειδή κάποιοι κανονικοποίησαν τον ρατσισμό και τη βία στη συνείδηση της κοινωνίας, υιοθετώντας τη ρητορική της Ακροδεξιάς, σήμερα θερίζουμε τις θύελλες και την απενεχοποίηση των πιο επικίνδυνων και ακραίων φωνών.