Της Μαρίνας Οικονομίδου
Ομολογώ πως τα μανιχαϊστικά διλήμματα τύπου «ή μαζί μας ή εναντίον μας» και στην προκειμένη περίπτωση το δίλημμα που έθεσε το ΑΚΕΛ στη Βουλή «ή με τις τράπεζες ή με την κοινωνία» ανέκαθεν μου προκαλούσαν αμηχανία. Γιατί αν κάτι θα έπρεπε να μάθουμε από την ιστορία μέχρι σήμερα, είναι ότι η υπεραπλούστευση, η ισοπέδωση και ο τοξικός λόγος ουδέποτε ωφέλησαν την κοινωνία να πάει μπροστά. Ούτε όμως και τον δημόσιο διάλογο να ωριμάσει. Όσο τοξικό όμως κι αν θεωρήθηκε το εν λόγω δίλημμα, ακόμα πιο προβληματική ήταν η ρητορική που υιοθέτησε το απέναντι στρατόπεδο. Μία ρητορική κινδυνολογίας, αλαζονείας, απουσίας σοβαρών πολιτικών επιχειρημάτων και κυρίως προτάσεων. Σε τέτοιο σημείο που ηγέρθησαν αναπόφευκτα ερωτήματα και για την επάρκεια κάποιων εξ αυτών που τοποθετήθηκαν, αλλά και για το αν θέλουν τελικά να ελέγξουν τις τράπεζες.
Ο Μάριος Μαυρίδης, για παράδειγμα, χαρακτήρισε ισοπεδωτική την πρόταση, προειδοποιώντας πως θα κτυπήσει και μικρές και μεγάλες τράπεζες το ίδιο. Εξήγησε παράλληλα πως είναι μία κομμουνιστική προσέγγιση του ΑΚΕΛ καθώς «δεν μπορούν να δουν κέρδος». Δεκτό. Mόνο που επί διακυβέρνησης ΔΗΣΥ και με την ψήφο του κόμματος ενισχύθηκε η κεφαλαιουχική επάρκεια των δύο μεγάλων κυπριακών συστημικών τραπεζών. Δίνοντας περίπου από 400 εκατ. ευρώ σε καθεμία. Χωρίς να ανησυχήσει τότε τον κ. Μαυρίδη ή το κόμμα του ο αθέμιτος ανταγωνισμός που δημιουργήθηκε για τις μικρές εκείνες τράπεζες που δεν έλαβαν καμία κρατική ενίσχυση. Ο κ. Μαυρίδης ανησύχησε ότι κάποιοι δεν μπορούν να δουν κέρδος, μόνο που το κέρδος των τραπεζών τα τελευταία δύο χρόνια οδήγησε στο σημείο της ασυδοσίας. Μία ιδιότυπη τοκογλυφία διαμορφώθηκε με την πολιτική των επιτοκίων, την οποία μακριά από λαϊκισμούς αλλά με νηφάλια στρατηγική, αναμέναμε να ανακόψουν οι θεσμοί. Να ενεργοποιηθεί η Κεντρική Τράπεζα, η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού και η Υπηρεσία Προστασίας του Καταναλωτή. Και αν αυτοί αρνούνταν να επιτελέσουν το έργο τους, όπως φάνηκε όλο αυτό το διάστημα, να το κάνει μέσω σοβαρού ελέγχου η ίδια η Βουλή και η κυβέρνηση. Η οποία κυβέρνηση κινητοποιήθηκε μόνο μετά τη σοβαρή πιθανότητα να περάσει η πρόταση νόμου του ΑΚΕΛ. Και αφότου είδε τον Έλληνα πρωθυπουργό –χωρίς να λέμε πως τα μεγέθη είναι τα ίδια– να λαμβάνει έστω και κάποια μέτρα, που να αγγίζουν την ασυδοσία των ελληνικών τραπεζών.
Η λύση στην κατάχρηση των επιτοκίων δεν είναι η φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών. Πέραν του ότι είναι αντισυνταγματικό όλο αυτό, θα δημιουργούσε ζημιά παρά όφελος για τον δανειολήπτη και τον καταθέτη. Όμως, δουλειά της Βουλής δεν είναι να παρακαλεί τις τράπεζες να αλλάξουν στάση. Είναι να παρουσιάζει προτάσεις και να ασκεί αποτελεσματικά τον ρόλο της για ανακοπή αυτής της κατάχρησης από μέρους των τραπεζών. Αντ’ αυτού, βουλευτές περιορίστηκαν σε ένα ακατάσχετο κλαψούρισμα γιατί ταυτίστηκαν με τις τράπεζες. Και άλλοι τόλμησαν να μιλήσουν ξανά με όρους μνημονίου. Κάποιοι «δεν μαθαίνουν και συνεχίζουν να παίζουν πολιτικά παιχνίδια στις πλάτες του κυπριακού λαού και της οικονομίας, με πιθανότητα να οδηγηθεί ξανά η χώρα στα βράχια» έλεγε χαρακτηριστικά ο Νικόλας Παπαδόπουλος. Η ανεξέλεγκτη κινδυνολογία περί κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος κάθε φορά που εγείρεται ζήτημα για την αισχροκέρδεια των τραπεζών, δεν είναι μόνο προβληματική, δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου αλλά πλέον δίνει την αίσθηση πως το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να προστατεύσει τους πολίτες.
Και αν προκλητική είναι η δυσκολία πολιτικών προσώπων και κομμάτων να ελέγξουν τις τράπεζες, πολύ προκλητική είναι και η έλλειψη πολιτικών επιχειρημάτων. Αν η πρόταση του ΑΚΕΛ θεωρήθηκε λαϊκίστικη, αν το δίλημμα που έθεσε ήταν δημαγωγικό, άλλο τόσο τοξική είναι η επιχειρηματολογία ότι ΑΚΕΛ και ΕΛΑΜ είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Αν κάτι διαπιστώθηκε τα τελευταία δώδεκα χρόνια και βολικά υποτιμήθηκε τις προάλλες στη Βουλή, είναι η συμβολή των Κύπριων πολιτών στη διάσωση της οικονομίας. Σε αυτούς οφείλεται η διάσωση των τραπεζών, αυτοί επωμίστηκαν όλο το βάρος. Από αυτή την ταραχώδη διαδρομή της κυπριακής οικονομίας, θα ωρίμαζε και το πολιτικό σύστημα. Να μιλάει με επιχειρήματα και όχι με συνθήματα, να προτείνει λύσεις και όχι βολικά να απέχει από ψηφοφορίες, να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο, να αποφεύγει την ισοπέδωση και κυρίως να σέβεται. Και τις θυσίες που έκαναν οι πολίτες, αλλά κυρίως τη νοημοσύνη τους.