Της Μαρίνας Οικονομίδου
Την ώρα που το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών ξεκαθάριζε και ο Ντόναλντ Τραμπ πανηγύριζε την εκλογή του, στις Βρυξέλλες μία διαφορετική μάχη περνούσε μάλλον απαρατήρητη. Αυτή η μάχη αφορούσε τις ακροάσεις των νέων επιτρόπων, μεταξύ των οποίων και αυτή του Κύπριου Κώστα Καδή. Μία εξέλιξη που υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να είχε τη δική της πολιτική σημασία, δεδομένου ότι η νέα Κομισιόν που θα διαμορφωθεί θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυξημένες προκλήσεις και απαιτήσεις. Σε ένα σκηνικό γεωπολιτικών κρίσεων, πληθωρισμού και μιας ακραίας ρητορικής που εξαπλώνεται παγκοσμίως.
Αντ’ αυτού, το ποιοι θα ηγούνται αυτής της Ευρώπης που θα κληθεί να αποτελέσει κατά τα άλλα το αντίβαρο στον απολυταρχισμό, το ροκάνισμα του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν εντελώς αδιάφορο. Και δεν ήταν καθόλου τυχαία αυτή η απαξίωση, αν ληφθεί υπόψη ποια πρόσωπα διεκδικούσαν θέση και ρόλο στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η ακρόαση, όπως για παράδειγμα αυτή του Κώστα Καδή πέρασε εντελώς αθόρυβα, όπως αθόρυβος επέλεξε ο ίδιος συνειδητά να είναι σε όλη την πολιτική του καριέρα. Μία πολιτική καριέρα που φάνηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρη μαζί του ακριβώς για όσα εκπροσωπούσε: την πολιτική τού βολικού και του ευπροσάρμοστου τίποτα.
Αυτή ακριβώς η πολιτική τον κατέστησε ως τον μακροβιότερο πολιτικό αξιωματούχο. Να αλλάζει μεθοδικά κυβερνήσεις και πόστα ως ένας καλός υπηρεσιακός, χωρίς εντάσεις, συγκρούσεις και κυρίως χωρίς δεδηλωμένες θέσεις. Πρώτα ως υπουργός του Τάσσου Παπαδόπουλου και στη συνέχεια επιλεγμένος από το ΔΗΚΟ για να προεδρεύει ημικρατικού επί θητείας Νίκου Αναστασιάδη. Όσο ήταν βεβαίως στο κυβερνητικό σχήμα το ΔΗΚΟ. Γιατί όταν αποχώρησε από την κυβέρνηση, τους γύρισε την πλάτη αποδεχόμενος τη θέση του υπουργού Παιδείας.
Και ενώ δεν είχε κανένα φράγμα στην πολυδιαφημιζόμενη ηθική του όταν εγκατέλειπε το καράβι του ΔΗΚΟ για τον Νίκο Αναστασιάδη, ή αργότερα όταν βολικά διέρρεε πως βρίσκεται στο πλευρό του Νίκου Χριστοδουλίδη, αλλά παρέμενε κολλημένος στην υπουργική θέση της κυβέρνησης Αναστασιάδη, επί υπουργίας του στο Παιδείας, φρόντισε να καταστήσει σαφή την προσήλωσή του σε αυτήν, στα ελληνορθόδοξα ιδεώδη και στην Εκκλησία. Δεν ήταν μόνο ότι πήρε την ευλογία του Αρχιεπισκόπου προτού αναλάβει, αλλά ότι σερνόταν πίσω από το συντηρητικό κατεστημένο που κυριαρχεί στην εκπαίδευση, που στέκεται ανάχωμα σε κάθε μεταρρύθμιση και αλλαγή. Κατευθυνόμενος από την ίδια την Εκκλησία και τις θέσεις της και κωφεύοντας σκανδαλωδώς σε προκλητικές δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου και στις συντηρητικές θέσεις. Ένα πρόσωπο που ενώ θα μπορούσε σε εκείνη ακριβώς τη συγκυρία των μνημονίων να μεταρρυθμίσει την Παιδεία, επέλεξε να τη βλέπει να παραπαίει ολοκληρώνοντας, χωρίς να ενοχλήσει συμφέροντα, τη θητεία του.
Αθόρυβα λοιπόν λειτούργησε στο Παιδείας και με τον ίδιο αθόρυβο τρόπο μετακινήθηκε στο υπουργείο Γεωργίας για να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Κλείνοντας στην καλύτερη περίπτωση βολικά τα μάτια στα μεγαλύτερα σκάνδαλα, όπως του Ακάμα και των σκουπιδιών στο Πεντάκωμο. Και προετοιμάζοντας μεθοδικά και διακριτικά το επόμενο πόστο που θα αναλάμβανε.
Δυστυχώς, η περίπτωση Κώστα Καδή και η πρωτοφανής ανέλιξή του στην πολιτική αντανακλά την παθογένεια του ίδιου του πολιτικού συστήματος. Ένα πολιτικό σύστημα που μας προειδοποιεί πως για να μπορέσει κάποιος να ανελιχθεί, να διατηρηθεί στην εξουσία, οφείλει να ακολουθεί ως πολιτικό φάρο το βολικό τίποτα. Να περιλαμβάνει όλα τα στερητικά -α. Να περνά απαρατήρητος, αδιάφορος και πρωτίστως να είναι πολιτικά ακίνδυνος γι’ αυτόν που θα τον διορίσει.
Ποιος θα κληθεί συνεπώς να αποτελέσει το ανάχωμα στον επερχόμενο τραμπισμό, που έχει και παραδείγματα στην Ευρώπη, π.χ. του Όρμπαν στην Ουγγαρία; Απέναντι σε αυτή την ακραία παρακμή παγκοσμίως βρίσκονται δυστυχώς άβουλα πρόσωπα. Που έμαθαν όλο αυτό το διάστημα να μην μιλούν, να μην εκφράζονται και να μην παράγουν πολιτική, για τη δική τους πολιτική επιβίωση. Με αυτό ως δεδομένο προδιαγράφεται μία θλιβερή πορεία για το πολιτικό σύστημα και την ίδια την κοινωνία. Και… «διασφαλίζεται» η ηθική μας κατάπτωση.