
Της Μαρίνας Οικονομίδου
Πότε ένα κράτος χωλαίνει; Όταν η κυβέρνησή του ενεργεί με γνώμονα το χειροκρότημα και την αποδοχή στο εσωτερικό. Και πότε μία κυβέρνηση γίνεται επικίνδυνη; Όταν μπροστά σε επικρίσεις, απαντά με αλαζονεία, αναίδεια και αυταρχισμό. Κάπως έτσι στην τελευταία διακαναλική, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης ζητούσε εμμέσως από τους δημοσιογράφους να του δώσουν τα εύσημα. Και επεδίωκε από την κοινωνία το χειροκρότημα για το success story του στο μεταναστευτικό, καθώς όπως έλεγε, επί δικής του διακυβέρνησης και μέσα σε μόλις δύο χρόνια, έχει λυθεί το πρόβλημα. Τη σκυτάλη σε αυτή την παράσταση, πήρε ο υφυπουργός Μετανάστευσης Νικόλας Ιωαννίδης, όταν λίγες μέρες μετά, εμπλούτισε το αφήγημα της επιτυχίας, σε συνέντευξή του στον «Φιλελεύθερο». Εξηγούσε πως η Κύπρος κατάφερε να μην αποτελεί πλέον ελκυστικό προορισμό για τους μετανάστες. Μία πρακτική πρότυπο που οδήγησε σε μηδενισμό των ροών στη θάλασσα. Κάτι που οφειλόταν όπως υποστήριζε στις συντονισμένες προσπάθειες του Προέδρου, την εφαρμογή μέτρων, τις θαλάσσιες περιπολίες από τη Λιμενική και Ναυτική Αστυνομία σε συνεργασία με τη Διοίκηση Ναυτικού και Εθνικής Φρουράς.
Μόνο που τους συντονισμένους πανηγυρισμούς για την επιτυχία των μηδενικών ροών από τη θάλασσα, το χειροκρότημα σε «αυτή την κυβέρνηση που έλυσε το μεταναστευτικό», διέκοψε απότομα ένα πολύνεκρο ναυάγιο βάρκας με πρόσφυγες σε διεθνή ύδατα στα ανοικτά του Κάβο Γκρέκο. Μία νέα συζήτηση λοιπόν άνοιξε για το κατά πόσο γίνονται ή όχι επαναπροωθήσεις στην Κυπριακή Δημοκρατία. Κυρίως όμως εγέρθηκε το εύλογο ερώτημα του τι ακριβώς συνέβη ούτως ώστε η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες να καταγγείλει δημοσίως την κυβέρνηση για τις πρακτικές της.
Κανένας δεν έχει στοιχεία ή αποδείξεις ότι το πολύνεκρο ναυάγιο ήταν αποτέλεσμα pushback με οδηγίες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ούτε όμως μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν έγιναν. Γι’ αυτό τον λόγο, ένα κράτος με συντεταγμένους θεσμούς και όργανα όφειλε μέχρι τώρα να διερευνήσει τις καταγγελίες γι’ αυτή τη μεγάλη ανθρώπινη τραγωδία. Αν όχι για να δείξουν τον σεβασμό τους προς τις ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν, αν όχι για να διαφυλάξουν το κύρος αυτού του κράτους, αλλά για να αποδείξουν τουλάχιστον ότι κάνουν σωστά τη δουλειά τους.
Μόνο που αντί η κυβέρνηση να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, συμπεριφέρθηκε σαν κακομαθημένο παιδί. Θίχτηκαν οι υπουργοί από τα ερωτήματα που τέθηκαν. Μας είπαν πως είναι ανεπίτρεπτο, να κατηγορείται η Κυπριακή Δημοκρατία για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ξεκαθάρισαν πως δεν πρόκειται να διενεργηθεί οποιαδήποτε έρευνα. Από πότε όμως σε μία δημοκρατία είναι «ανεπίτρεπτο» να τεθούν ερωτήματα; Και από πότε οι πολίτες είναι υπόχρεοι να θωπεύουν τον θιγμένο εγωισμό υπουργών και Προέδρου; Από πότε εξαρτάται από το αν προσβλήθηκαν ή όχι εμπλεκόμενοι υπουργοί για να αποφασιστεί αν θα διενεργήσουν ή όχι έρευνα; Και από πότε αυτοί είναι υπεράνω ελέγχου και κριτικής;
Δυστυχώς το ιστορικό της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ήδη βεβαρημένο στο κομμάτι του προσφυγικού. Δεν είναι μόνο το κεφάλαιο του Νίκου Νουρή που πληγώνει το όνομα της χώρας, με την εξαθλίωση αιτητών ασύλου στο Πουρνάρα, αλλά και το ευφάνταστο σχέδιο εφαρμογής συρματοπλέγματος στο μήκος της νεκρής ζώνης. Είναι η καταδίκη της Κυπριακής Δημοκρατίας από το ΕΔΑΔ για τη διενέργεια pushbackτο 2020. Τότε που και ο Νίκος Νουρής όχι μόνο διέψευδε ότι γινόταν κάτι τέτοιο αλλά και μας παρέδιδε μαθήματα για το πώς θα πρέπει οι δημοσιογράφοι να κάνουμε τη δουλειά μας. Είναι όμως και η εξαθλίωση την οποία υπέστησαν 28 αιτητές ασύλου μεταξύ των οποίων και παιδιών, στη Νεκρή Ζώνη. Που βρέθηκαν εκτεθειμένοι στον καύσωνα της Κύπρου, μέσα σε τσαντίρια και χωρίς τη στοιχειώδη υγιεινή για μέρες και που αντίστοιχη ευαισθησία δεν φάνηκε να δείχνουν οι υπουργοί μας τότε. Ακόμη και τότε όμως, ενώ γνωρίζαμε τι ακριβώς συνέβαινε, ο Πρόεδρος άνοιγε σκληρό μέτωπο με τα Ηνωμένα Έθνη, υποδεικνύοντας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν δέχεται μαθήματα από κανέναν σε ό,τι έχει να κάνει με το μεταναστευτικό.
Είμαστε λοιπόν γεμάτοι κηλίδες. Με κακές πρακτικές, λανθασμένους χειρισμούς που λάβωσαν το όνομά μας. Και με ένα ιστορικό που αναπόφευκτα εγείρει καχυποψία. Όσο λοιπόν οι πολιτικοί νιώθουν υπεράνω ελέγχου, όσο απαξιώνουν κάθε μορφής κριτική και αφήνουν υπονοούμενα για τα κίνητρα όσων έχουν αντιρρήσεις για το έργο τους, τόσο οι κηλίδες θα αυξάνονται. Και γύρω από την ικανότητα να διαχειριστούν τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα, αλλά κυρίως κηλίδες για την ποιότητα της δημοκρατίας μας.