Της Μαρίνας Οικονομίδου
Την περασμένη Τετάρτη, η πρόεδρος του ΔΗΣΥ Αννίτα Δημητρίου δημοσιοποιούσε επιστολή που απέστειλε προς τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Του πρότεινε μέτρα για άρση του αδιεξόδου και του ζήτησε να ξεκαθαρίσει τη δική του θέση στο Κυπριακό, δεδομένου ότι συγκυβερνώντα κόμματα μιλούν για λύση εκτός του πλαισίου. Η κίνησή της συζητήθηκε και για την ουσία αλλά και για τη χρονική συγκυρία. Δεν ήταν μόνο ότι τη δημοσιοποιούσε λίγες ώρες πριν από την έκθεση της κας Ολγκίν, όπως υποστήριζε ενοχλημένος ο πρόεδρος. Ήταν ότι η δημοσιοποίησή της έγινε μεσούσης μιας άνευ προηγουμένου κρίσης εντός του ΔΗΣΥ. Στέλνοντας κατ’ επέκταση το μήνυμα πως χρησιμοποιεί το Κυπριακό ως όχημα για να αλλάξει μία ατζέντα που σίγουρα δεν τη βολεύει. Η Αννίτα Δημητρίου είναι νέο πολιτικό πρόσωπο χωρίς βαρίδια. Εντιμότερο από πλευράς της θα ήταν πρώτα να αποτινάξει –μέσω μιας ειλικρινούς συζήτησης– τις σκιές που υπάρχουν στο κόμμα της. Και να αντιμετωπίσει τις ευθύνες που έχει ο ΔΗΣΥ για το πώς φτάσαμε να συζητούμε λύση δύο κρατών. Όπως λοιπόν καλούσε τον πρόεδρο να ξεκαθαρίσει το πλαίσιο λύσης που θα διαπραγματευτεί, έπρεπε με τόλμη να αντιμετωπίσει όσα φημολογούνται για τους πρωταγωνιστές του κόμματός της. Όχι να προειδοποιεί πως «αν νοιαζόμαστε για την Κύπρο μας το καλύτερο είναι το παρελθόν να μείνει εκεί». Να ακούσει τη δύσκολη αλήθεια και για εκείνους που φέρεται να συζήτησαν λύση δύο κρατών αλλά και για εκείνους που για να διατηρηθούν στην εξουσία θυμήθηκαν σήμερα να αποκαλύψουν πως έγιναν κοινωνοί μιας τέτοιας ιδέας.
Η Αννίτα Δημητρίου ως αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος, ωστόσο, έχει κάθε δικαίωμα να παραθέτει προτάσεις για το Κυπριακό, να τις δημοσιοποιεί όποτε κρίνει και να κρίνεται γι’ αυτές. Να κρίνεται όμως για τις θέσεις που παρουσιάζει με διαλεκτική και κυρίως με πολιτικά επιχειρήματα. Γιατί αυτό που κακώς υποβαθμίστηκε στην όλη συζήτηση, είναι ο τρόπος που η ίδια έτυχε χειρισμού από το Προεδρικό. «Δυστυχώς υιοθετούνται ατεκμηρίωτα επιχειρήματα που προβάλλει μέχρι σήμερα η άλλη πλευρά» ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και μέλος του ΔΗΣΥ Κωνσταντίνος Λετυμπιώτης, καλώντας το κόμμα να προβληματιστεί, «αν αξίζει στον βωμό άλλων σκοπιμοτήτων να πλήττουν εθνικές επιδιώξεις».
Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που πολιτικά πρόσωπα με θέση εξουσίας επιχειρούν να αποδώσουν στους αντιπάλους τους ευτελή κίνητρα. Να τους καταγγείλουν για εθνική προδοσία ούτως ώστε να τους υπονομεύσουν στην κοινωνία, να τους απαξιώσουν πολιτικά και κατ’ επέκταση να τους φιμώσουν. Μία περιρρέουσα έχει εμποτίσει και την κοινωνία και το Κυπριακό. Αλλεργία σε ό,τι δεν ασπαζόμαστε πολιτικά από την εποχή του Σχεδίου Ανάν. Από τότε πολλοί θεώρησαν πως αποτελούν τους εκπροσώπους της ιστορικής και εθνικής συνείδησης. Και κατ’ επεκταση η κοινωνία χωρίστηκε στα δύο, επειδή Πολιτεία και ΜΜΕ κρίθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων. Γιατί αντί να παραθέτουν πολιτικά επιχειρήματα, αντί να ενημερώνουν αντικειμενικά για το σχέδιο λύσης, επέλεξαν τα συνθήματα και τις ευτελείς κατηγορίες περί χρηματισμού για να πλήξουν όσους είχαν αντίθετη άποψη.
Η περιρρέουσα αναβίωσε όμως και τα τελευταία χρόνια. Όταν το ΑΚΕΛ επέκρινε τον Νίκο Αναστασιάδη για τους χειρισμούς στο Κραν Μοντανά, η μόνιμη επωδός ήταν πως υιοθετούν το τουρκικό αφήγημα και πως εξυπηρετούν ξένα συμφέροντα. Και όταν διεθνή δημοσιεύματα έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για το πρόγραμμα πολιτογραφήσεων, απαντούσαν πως επικρατεί μία ενορχηστρωμένη προπαγάνδα για να πλήξει τα συμφέροντα της Κύπρου. Αν κάτι όμως δείχνει σήμερα η αντιμετώπιση της επιστολής της Αννίτας Δημητρίου από το Προεδρικό, είναι μεταξύ άλλων και η ανωριμότητα του πολιτικού λόγου. Ένας δημόσιος λόγος που εξαντλείται για δεκαετίες στην πρόταξη συνθημάτων. Που επιδιώκει την κοινωνία να χωρίζεται σε στρατόπεδα για να την ελέγχει.
Το επικίνδυνο, ωστόσο, είναι ότι μία κυβέρνηση που κατά τα άλλα εκπροσωπούσε το νέο και το ηθικό, με ευκολία πλέον υπονομεύει συνειδήσεις. Σε μία δημοκρατία η κυβέρνηση δεν ταυτίζεται με τη χώρα. Σε μία δημοκρατία η αντίθετη άποψη δεν έπρεπε να παρουσιάζεται ως ο υπονομευτής των συμφερόντων της χώρας. Ούτε μία κυβέρνηση επιτρέπεται να φιμώνει στο όνομα του πατριωτισμού την αλήθεια. Γιατί αν σήμερα βρισκόμαστε ενώπιον τραγικών τετελεσμένων, είναι γιατί στο όνομα της εθνικής συνείδησης κάποιοι φοβήθηκαν να μιλήσουν για να μην καταγγελθούν ως μειοδότες. Αφήνοντας όλους αυτούς που αυτοανακηρύχθηκαν υπερασπιστές της εθνικής συνείδησης να οδηγήσουν τη χώρα στα βράχια. Και να εκκολαφθούν σήμερα πολιτικοί συνεχιστές που διαβάλλουν όσους δεν εξυπηρετούν το δικό τους πολιτικό αφήγημα.