Της Μαρίνας Οικονομίδου
Το προκλητικό όσων ακολούθησαν των φασιστικών επεισοδίων σε Χλώρακα και Λεμεσό δεν ήταν μόνο η απουσία πλάνου διαχείρισης αυτής της μεγάλης κρίσης. Ίσως ούτε ότι μέρος του πολιτικού συστήματος θεωρεί πως απευθύνεται σε πρόσωπα χωρίς μνήμη και χωρίς αντίληψη. Είναι κυρίως η ευκολία με την οποία επιχείρησαν να αποσείσουν από πάνω τους την ευθύνη που τους αναλογεί. Που ενώ κάποιοι από αυτούς τάιζαν το τέρας του ρατσισμού και με τις δηλώσεις τους φρόντισαν να τον θεσμοθετήσουν στη συνείδηση της κοινωνίας, σήμερα δηλώνουν έκπληκτοι.
Θύμωσε και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας την επομένη των ακροτήτων στη Λεμεσό. Όμως η κοινωνία δεν τον έχει εκλέξει για να εκφράζει την ντροπή του και να θυμώνει δημοσίως στα μέλη του Υπουργικού του Συμβουλίου. Ένας πρόεδρος εκλέγεται για να κυβερνήσει, να διαχειριστεί και να αποτρέψει μεγάλες κρίσεις. Αν σε αυτή την πορεία τα μέλη του Υπουργικού του Συμβουλίου αποδεικνύονται βαρίδια, τα παύει χωρίς να προηγείται αυτή η αχρείαστη παράσταση –αλήθεια σήμερα ποιος σέβεται τον αρχηγό της Αστυνομίας ή την αρμόδια υπουργό μετά από τέτοιο δημόσιο κατσάδιασμα; Κυρίως, όμως, μία κυβέρνηση δίνει μέσω πολιτικών προτάσεων λύσεις. Δεν εμπεδώνει την ακυβερνησία. Μας είπε για παράδειγμα ο πρόεδρος πως ξέρουν πολύ καλά ποιοι εμπλέκονται στα επεισόδια. Αν ο πρόεδρος ξέρει ποιοι είναι, θα έπρεπε εκ των προτέρων να τους αντιμετωπίσει, όμως την ίδια ώρα έχει την ευθύνη να τους κατονομάσει.
Η πολιτική όμως δεν είναι καταγραφή γεγονότων, ούτε απλή επικοινωνία. Δεν είναι η εκ των υστέρων αντίληψη του προβλήματος, η έκπληξη για την τροπή των γεγονότων. Κυρίως όμως δεν θα έπρεπε να διακατέχεται από τέτοια υποκρισία.
Τον δρόμο της υποκρισίας επέλεξε δυστυχώς η Αννίτα Δημητρίου. Η θεωρία των άκρων που παρουσίασε βολικά προχτές είναι η πιο εύκολη μέθοδος για την απόσειση ευθυνών, αλλά κυρίως αποτελεί το καλύτερο πλυντήριο για την Ακροδεξιά και το ΕΛΑΜ. Ένας σοβαρός πολιτικός κατονομάζει το πρόβλημα. Είτε λοιπόν η κα Δημητρίου δεν ζει στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια, είτε η δήλωσή της ήταν καθαρά εκ του πονηρού για να αποφύγει την ευθύνη που αναλογεί και στο κόμμα της και προσωπικά στην ίδια.
Γιατί είναι ο Συναγερμός που κυβερνούσε τα τελευταία δέκα χρόνια. Αυτός όφειλε να διαχειριστεί επαρκώς το μεταναστευτικό και δεν τα κατάφερε. Για να καλύψει την ανεπάρκειά του επέλεξε να κατασκευάσει εχθρό με ψέματα και δηλητήριο. Ο Νίκος Νουρής είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς το ρατσιστικό παραλήρημα θεσμοθετείται και πώς ο φόβος για το «ξένο» εμπεδώνεται.
Όμως ο Νίκος Νουρής δεν έδρασε μόνος. Από τον Νίκο Σύκα που δήλωνε ρατσιστής, στον Μάριο Πελεκάνο που ζητούσε «απελάσεις τώρα», μέχρι και τον Αβέρωφ Νεοφύτου που υποσχόταν ανέγερση φράχτη για να εκλεγεί. Ο ΔΗΣΥ, που σήμερα δεν βλέπει, δεν ακούει δεν καταλαβαίνει. Έχουν χτίσει πολλοί καριέρα με όχημα την Ακροδεξιά, περιλαμβανομένης της προέδρου του ΔΗΣΥ. Γιατί όταν τον Ιούνιο του 2021 η Αννίτα Δημητρίου πανηγύριζε την εκλογή της στην προεδρία της Βουλής ευχαριστώντας το ΕΛΑΜ για την ψήφο εμπιστοσύνης, αγνοούσε βολικά πως σε αυτή τη θητεία θα κανονικοποιείτο η Ακροδεξιά. Κυρίως όμως αγνοούσε τον κίνδυνο, όταν τους παραχωρούσε ως αντάλλαγμα το πιο δυνατό όπλο: να διασπείρουν θεσμοθετημένα, μέσω της περιβόητης ad hoc επιτροπής, τα ψέματά τους και το μίσος τους για τον «άλλον».
Και αν η πρόεδρος της Βουλής δεν ήθελε να αποτρέψει τη δημιουργία της, θα μπορούσε να τη διαχειριστεί στη συνέχεια. Αυτό θα έπρεπε να σκεφτεί η κα Δημητρίου. Αν όχι για να σταματήσει το δηλητήριο που διέχυε στην κοινωνία, τουλάχιστον για να προστατεύσει τον θεσμό που ηγείτο και να αποφύγει τη θεσμική εκτροπή.
Η Ακροδεξιά υπήρξε βολική για όλους αυτούς. Η Ακροδεξιά τούς βοήθησε να αποσείσουν τις ευθύνες τους για την ανεπάρκειά τους. Η Ακροδεξιά τούς βόλεψε για να παρουσιάσουν ως ρίζα του κακού το διαφορετικό και όχι τη δική τους ανικανότητα. Για την Ακροδεξιά λοιπόν υπάρχουν οι ηθικοί αυτουργοί, υπάρχουν όμως και οι πολιτικοί-δεκανίκια που βολικά έχτισαν την καριέρα τους, τρέφοντάς τους διά της πλαγίας. Το δυστύχημα είναι πλέον για μας. Μία χώρα βορά στα χέρια λαϊκιστών. Λαϊκιστών που τρέφουν τον ρατσισμό για το πολιτικό τους όφελος και στη συνέχεια κάνουν πως κλαίνε επί ερειπίων.