Της Μαρίνας Οικονομίδου
Η απουσία των υπουργών από την πρώτη μέρα συζήτησης του προϋπολογισμού αντανακλούσε το πρόχειρο της κυβερνησιμότητας. Ότι ενώ ένας στρατός λειτουργών μαζεύτηκε στο Προεδρικό για να συντονίζει κατά τα άλλα το κυβερνητικό έργο και ο οποίος θα βελτίωνε υποτίθεται την εικόνα της κυβέρνησης, δεν σκέφτηκε να ενημερώσει τους υπουργούς ότι πρέπει να παρευρεθούν στην επικύρωση της πρώτης πολιτικής πράξης της θητείας τους. Ούτε βεβαίως ότι ένα ολόκληρο Υπουργικό Συμβούλιο (στο οποίο περιλαμβάνονται δύο έμπειροι υπουργοί, ένας πρώην βουλευτής και μία πρώην δημοσιογράφος) δεν αντιλήφθηκε την πολιτική σημασία, του να βρίσκεται στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό. Ήταν ένδειξη προχειρότητας ή κακών πολιτικών αντανακλαστικών; Και τα δύο προφανώς, αν ληφθεί υπόψη το εξής παράδοξο. Ότι αυτή η κυβέρνηση είναι η πρώτη που εξελέγη χωρίς τη στήριξη ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα. Μία κυβέρνηση λοιπόν η οποία έχει περίπου το 70% της Βουλής στην αντιπολίτευση και η οποία θέλει κατά τα άλλα να παράγει έργο με τη συνεργασία της Βουλής, όφειλε τουλάχιστον να βρίσκεται εκεί. Για να στείλει το μήνυμα πως θέλει να κτίσει συμμαχίες αντί να γιγαντώνει προκλητικά τις αντιδράσεις.
Οι άδειες καρέκλες κατά την πρώτη μέρα του προϋπολογισμού είχαν όμως μία σημειολογική προέκταση που ξεπερνούσε τον άτσαλο τρόπο που κυβερνούν αυτούς τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής τους. Την απαξίωση του ίδιου του Κοινοβουλίου. Με την παρουσία τους θα έδειχναν έστω και για τους τύπους, ότι αφουγκράζονται τις ανησυχίες της αντιπολίτευσης, πως ακούν τους λόγους που κάποιοι θα καταψηφίσουν τον προϋπολογισμό και επεξεργάζονται τις εισηγήσεις εκείνων που έστω κι αν βρίσκονται στην αντιπολίτευση θα τον υπερψηφίσουν για τη σταθερότητα της χώρας. Η παρουσία των υπουργών θα έστελνε και το ελάχιστο δείγμα σεβασμού στα συγκυβερνώντα κόμματα που καλούνται να περάσουν τα νομοσχέδια της κυβέρνησης. Έστω κι αν βουλευτές των εν λόγω κομμάτων δεν έδειξαν μέχρι σήμερα την απαιτούμενη σοβαρότητα, κατέφυγαν πολλές φορές στον λαϊκισμό, αφήνοντας ακάλυπτη την κυβέρνηση. Με αυτούς επέλεξε να συγκυβερνά ο Νίκος Χριστοδουλίδης, σε αυτούς οφείλει να δείξει τον ελάχιστο σεβασμό. Αν μη τι άλλο το χρωστά στους πολιτικούς αρχηγούς των εν λόγω κομμάτων, τους οποίους όλο αυτό το διάστημα άφησε ανεπανόρθωτα εκτεθειμένους, αναγκάζοντάς τους να αυτοαναιρούνται συνεχώς και να δικαιολογούν παιδαριώδη ολισθήματα και κακούς χειρισμούς.
Παιδαριώδη ολισθήματα, κακοί χειρισμοί και γενικώς μία κατάσταση από την οποία απουσιάζει πλήρως η σοβαρότητα. Απουσιάζει η σοβαρότητα, όχι αποκλειστικά γιατί οι καρέκλες στη Βουλή έμειναν άδειες κατά την πρώτη μέρα συζήτησης του προϋπολογισμού. Οι άδειες καρέκλες απλώς αντανακλούν το πώς η εικόνα τείνει να μετατραπεί σε παθογένεια. Μία κυβέρνηση που επικεντρώνεται στην εικόνα, την οποία όμως δείχνει ικανή να στηρίξει μόνο σε θέματα χαμηλής πολιτικής, αφού στα μεγάλα ζητήματα αδυνατεί να αντεπεξέλθει ακόμα και στα βασικά. Αυτή δηλαδή που ανέδειξε τον Νίκο Χριστοδουλίδη πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μία εικόνα δηλαδή που μπορεί να περιφέρεται με ευκολία σε φεστιβάλ, να εγκαινιάζει συναυλίες, να βγάζει φωτογραφίες με κομματάρχες που εκπροσωπούν μόνο τον εαυτό τους αλλά αποφεύγει να δώσει συνεντεύξεις –με εξαίρεση συγκεκριμένα ΜΜΕ– και να απαντήσει ικανοποιητικά σε όσα επικρίνεται. Μία εικόνα που με άνεση διαρρέει σε ΜΜΕ τα περί πρόσκλησης Ερντογάν, αλλά την ίδια στιγμή νιώθει άβολα να συγκαλέσει εθνικό συμβούλιο για να εξηγήσει στα κόμματα τι γίνεται στο Κυπριακό. Μία εικόνα που ενώ είχε ως προμετωπίδα της κατά τα άλλα την πάταξη του κατεστημένου, είδαμε όλο αυτό το διάστημα να γαντζώνεται σε επιδόματα, διπλές συντάξεις και ωφελήματα. Μία εικόνα που ενώ κουνά το δάκτυλο σε κόμματα να συμπεριφερθούν υπεύθυνα στον προϋπολογισμό, υποσκάπτει θεσμούς. Γιατί τι άλλο παρά θεσμική υπόσκαψη μπορεί να είναι η απουσία όλων των υπουργών από την κορυφαία πράξη της Βουλής; Αυτά τα άδεια έδρανα λοιπόν αντανακλούν και την έπαρση που διακατέχει τη νέα κυβέρνηση. Μία έπαρση που δείχνει να θεωρεί πως η κοινωνία –ακόμα και μετεκλογικά– είναι έτοιμη να της συγχωρέσει τα πάντα. Χωρίς να αντιλαμβάνεται προφανώς πως η εικόνα που την ανέδειξε τείνει γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους να μετατραπεί στην αυτοκαταστροφή της.