
Της Μαρίνας Οικονομίδου
Την επομένη μιας ομολογουμένως ταραχώδους Ανάστασης, που άφηνε στο πέρασμά της έναν 22χρονο νεκρό, περιστατικά υποκίνησης μίσους, βανδαλισμούς και επιθέσεις σε αστυνομικούς, ο υπουργός Δικαιοσύνης Μάριος Χαρτσιώτης αποκάλυπτε το σχέδιό του για την πάταξη της νεανικής παραβατικότητας. Στόχος του, όπως εξηγούσε, ήταν να συνδέσει την εξωσχολική δραστηριότητα μαθητών με τη διαγωγή τους στον έλεγχο του σχολείου. Και αποκάλυπτε με αφοπλιστική αφέλεια την πρόθεση παρέμβασής του στη δικαστική εξουσία, καθώς θα ζητούσε μέσω επιστολής από το Ανώτατο Δικαστήριο να εκδικάζονται άμεσα οι υποθέσεις σοβαρής παραβατικότητας ανηλίκων χωρίς καθυστερήσεις μετά τη σύλληψη. Την ίδια στιγμή επιχειρούσε να αποσείσει από πάνω του την ευθύνη για το μπάχαλο του Πάσχα, διερωτώμενος τι ακριβώς έκαναν οι γονείς. Και μετατοπίζοντας βολικά σε αυτούς την ευθύνη του κράτους για τη δράση των ανηλίκων, τους κουνούσε το δάκτυλο, υποστηρίζοντας πως είτε έχασαν τον έλεγχο, είτε δεν μπορούν να ασκήσουν τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή στα παιδιά τους.
Η κοινωνία δεν είναι άμοιρη ευθυνών γι’ αυτή τη βαρβαρότητα. Όμως η γελοιότητα της πρότασης Χαρτσιώτη μπροστά σε ένα τόσο σοβαρό συμβάν επιβεβαιώνει την επικίνδυνη ανεπάρκεια του ανδρός. Ένας υπουργός που δεν αντιλαμβάνεται τις πραγματικότητες, ένας υπουργός που περιορίζεται σε διδάγματα και διαπιστώσεις. Κυρίως, όμως, ένας υπουργός που απέτυχε και αρνείται πεισματικά να αναλάβει την πολιτική ευθύνη.
Η παράταιρη παρουσία του Μάριου Χαρτσιώτη στο υπουργείο Δικαιοσύνης επιβεβαιώνει, δυστυχώς, την ανεπάρκεια του κράτους να διαχειριστεί μία κατάσταση που ξεπερνά τη νεανική επιπολαιότητα ή παρορμητικότητα και φυσικά παραβατικότητα. Γιατί μπροστά σε μία κοινωνία που ξεχειλίζει οργή και δαιμονοποιεί τον απέναντι, η λύση δεν είναι μία Πολιτεία που θωπεύει τον εκφασισμό της.
Δεν έγιναν από τη μία μέρα στην άλλη σύγχρονοι Ιούδες η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, ο Μιχάλης Κατσουνωτός του οποίου η φωτογραφία συνοδευόταν με απειλητικό μήνυμα, ο ευρωβουλευτής του ΑΚΕΛ Γιώργος Γεωργίου, μέχρι και ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Απλώς η Πολιτεία βολικά αγνόησε τα προειδοποιητικά μηνύματα της μισαλλοδοξίας. Και όταν κάποιοι προειδοποιούσαν για εκφασισμό της κοινωνίας αντιμετωπίζονταν ως γραφικές φιγούρες που δραματοποιούν καταστάσεις. Υποστήριζαν πως ο μηδενισμός τους δεν τους επιτρέπει να δουν την Κύπρο που αλλάζει, που βελτιώνεται και εκσυγχρονίζεται. Μόνο που σε αυτή την Κύπρο που αλλάζει και εκσυγχρονίζεται πολλοί αγνόησαν πως κάποιοι νέοι μετατράπηκαν σταδιακά σε χούλιγκαν κάνοντας γυαλιά καρφιά την περιοχή έξω από το Τάσσος Παπαδόπουλος. Πως κάποιοι άλλοι περίμεναν στη γωνιά αλλοδαπούς διανομείς φαγητού για να τους επιτεθούν και να τους κλέψουν. Πως μαθητές χαιρετούσαν ναζιστικά σε φωτογραφία στο σχολείο τους. Το υπουργείο Παιδείας υποβάθμισε την κατάσταση, κάλυψε τους εκπαιδευτικούς του, το υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας στάθηκε ανίκανο να προστατεύσει εκείνα τα παιδιά που λόγω ενδοοικογενειακής βίας έρεπαν στην παραβατικότητα. Και η Αστυνομία σήκωσε τα χέρια ψηλά μπροστά στα φασιστικά πογκρόμ Χλώρακας και Λεμεσού, ενισχύοντας την αίσθηση της πλήρους ανικανότητας των αρχών ή και της σιωπηλής αποδοχής τους σε όσα εκτυλίσσονταν.
Σε αυτό το κλίμα πολιτικής ανεπάρκειας, ευθυνοφοβίας και κακών αντανακλαστικών καλλιεργήθηκε το έδαφος της μισαλλοδοξίας και του σκοταδισμού. Σε αυτό το έδαφος συνεπώς φύτεψε με ευκολία το μίσος το ΕΛΑΜ με τη ρητορική του. Μίλησε για γκετοποίηση, έσπειρε τον φόβο για το «ξένο», το διαφορετικό. Πούλησε θρησκεία, πατρίδα και κανονικότητα για να επικρατήσει, ενισχύοντας στις συνειδήσεις πως πρέπει να συνθλιβεί ό,τι είναι διαφορετικό από μας. Δεν είναι τυχαίο ότι βολικά σιώπησε στα έκτροπα του Πάσχα.
Το ζήτημα βεβαίως δεν μπορεί να μείνει στο τι κάνει η Ακροδεξιά για να οδηγήσει την κοινωνία στα άκρα. Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί η συντεταγμένη Πολιτεία όχι μόνο σιώπησε μπροστά σε αυτή τη βαρβαρότητα, αλλά υιοθέτησε και μέρος αυτής. Το δεύτερο ερώτημα είναι τι κάνουμε εμείς ως κοινωνία για να αποφύγουμε, όχι μόνο να γίνουμε συνένοχοι σε αυτό το έγκλημα, αλλά κυρίως να σταματήσουμε μια και καλή το φίδι που άλλοι έθρεψαν και τείνει να μας κατασπαράξει.