Του Γιάννη Ιωάννου
Μπορεί ο τρόπος με τον οποίο ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης προσπάθησε, τακτικιστικά, να ασκήσει πίεση και να φέρει τον Ερσίν Τατάρ έναντι τετελεσμένου –προκειμένου να αποδεχθεί μια τριμερή συνάντηση, μιας και εξακολουθεί να αρνείται– να φαίνεται αναποτελεσματικός και να δημιουργεί το ζήτημα περί βολιδοσκόπησης (VS πρόσκλησης) των Η.Ε. ως ζητούμενο ειλικρίνειας που, δικαίως, δημιούργησε κριτική ωστόσο επί της αρχής, ωστόσο, δεν είναι λάθος.
Και δεν είναι λάθος όχι γιατί ο Πρόεδρος (προσθέστε ελεύθερα όποιον χαρακτηρισμό θέλετε για τον ίδιο και το ζήτημα της λύσης), όπως κάθε Ε/κ ηγέτης διαχρονικά, κινήθηκε τακτικά για να εκμαιεύσει εξελίξεις στο Κυπριακό αλλά γιατί τα δεδομένα, σε ένα τέτοιο επίπεδο, είναι πολύ συγκεκριμένα (αδιέξοδο επτά χρόνων, άρνηση Τατάρ να συναντήσει την κα Ολγκίν καθ’ όλη τη διάρκεια της παρουσίας της στην Κύπρο) και, επίσης, έχουν μια συγκεκριμένη «μηχανική», η οποία εκτείνεται πολύ πέραν του τι είναι βολιδοσκόπηση και τι πρόσκληση. Ο γ.γ. του ΟΗΕ προφανώς γνωρίζει καλύτερα πως η άρνηση Τατάρ είναι η άρνηση της Τουρκίας, η οποία ωστόσο εκδηλώνεται αρχίζοντας και τελειώνοντας στον Τουρκοκύπριο ηγέτη. Ο κ. Γκουτέρες επίσης γνωρίζει, διαχρονικά, πώς σκέφτονται και κινούνται οι Ε/κ σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας ενώ, τέλος, ο γενικός γραμματέας γνωρίζει και πώς σκέφτονται και κινούνται και οι Τ/κ.
Τα ως άνω ο γ.γ. τα γνωρίζει, έχοντας επιπλέον κάποια έξτρα δεδομένα στο πίσω μέρος του μυαλού του. Πως τα δύο μέρη στο Κυπριακό θέλουν πάντα να κερδίζουν το blame-game. Επιπλέον, πως αν ο ίδιος κηρύξει αδιέξοδο στο Κυπριακό θα πρέπει να το σχηματοποιήσει (αυτή τη φορά) και πως στην τρέχουσα συγκυρία –ασχέτως του τι συνέβη το 2004 και το 2017– το να εξεταστεί όντως αν υπάρχει περιθώριο επανόδου των δύο πλευρών στο τραπέζι των συνομιλιών του Κυπριακού πρέπει να δεχτεί, ασχέτως προθέσεων, η πλευρά που εμμονικά απορρίπτει κάτι τέτοιο. Η Άγκυρα δηλαδή –διά του Τατάρ– που θέτει, συγκεκριμένα, ως προαπαιτούμενο την κυριαρχική ισότητα.
Με αυτά στο μυαλό του ο κ. Γκουτέρες θα εξετάσει δύο πράγματα. Αν όντως προσκαλώντας τα δύο μέρη σε μια Τριμερή θα εισπράξει και επί προσωπικού το προκαταβολικό «όχι» που εξέφρασε ο κ. Τατάρ, για τους δικούς του τακτικούς λόγους ή αν, σε μια πρόσκληση που η Άγκυρα θα δώσει το πράσινο φως στον Τουρκοκύπριο ηγέτη να την πάρει, η κάθε πλευρά θέλει όντως να λύσει το Κυπριακό ή απλώς θα προσέλθει για να κερδίσει το παιχνίδι επίρριψης ευθυνών του άλλου. Εκεί είναι ο ίδιος που θα βολιδοσκοπήσει το ποιος εννοεί τι και αν, όντως στη βράση του σίδερου, υπάρχει πραγματικά μια τελευταία ευκαιρία να λυθεί το Κυπριακό.
Ο Τατάρ (και η Άγκυρα πίσω του) δεν είναι ανόητοι για να δικαιώσουν την επί της αρχής ελληνοκυπριακή θέση του ότι «εμείς είμαστε έτοιμοι για συνομιλίες και εσείς αρνείστε». Απλώς δεν θέλουν, άμεσα, να επανέλθουν στο κομμάτι του Κυπριακού. Αυτό καλό είναι να το έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας αναστοχαστικά τόσο για τους δικούς μας τακτικισμούς όσο και για την κριτική όταν αυτοί συμβαίνουν. Τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα. Στο να επανέλθουμε στο τραπέζι και στο να καταλήξουμε σε μια στρατηγική συμφωνία επίλυσης του Κυπριακού. Ωστόσο πριν φτάσουμε στη δυσκολία θα υπάρξει, εκτός απροόπτου, μια κοινή συνάντηση των δύο ηγετών –προκειμένου να διαπιστωθεί επί του πεδίου του πόσο δύσκολα έχουν καταντήσει τα πράγματα επτά χρόνια μετά το Κραν Μοντανά.