Του Γιάννη Ιωάννου
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένα τυπικό παράδειγμα συμβατικής πολεμικής σύγκρουσης μεγάλης έκτασης με την συμμετοχή των δύο μεγαλύτερων στρατών (αριθμητικά) στην Ευρώπη. Εκτείνεται σε πολλαπλά μέτωπα με στρατιωτικές επιχειρήσεις, Μέσα, και συμμετοχή σε ολόκληρο το φάσμα των διαχρονικών όπλων ενός σύγχρονου στρατού: αεροπορία, πεζικό, ναυτικό, πυροβολικό, τεθωρακισμένα. Ταυτόχρονα είναι κι ένας πόλεμος, που για τους Ουκρανούς, μας θυμίζει τις πολεμικές περιπέτειες της Ελλάδας και της Κύπρου στον 20ό αιώνα. Αγώνας εθνικής επιβίωσης δηλαδή απέναντι σε μια μεγαλύτερη χώρα που εισβάλλει στρατιωτικά. Όπως η Ιταλία του Μουσολίνι εισέβαλε στην Ελλάδα το 1940 ή όπως η Τουρκία, το 1974, εισέβαλε στη Κύπρο. Άμυνα, που πέραν του τι μπορεί να προσάψει κανείς στο πολιτικό συγκείμενο της Ουκρανίας μετά το 2013, έχει ενώσει ένα λαό απέναντι στην εξωτερική απειλή ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, κοινωνικής προέλευσης ή ιδεολογίας και θρησκεύματος. Χριστιανοί (Ορθόδοξοι, Ουνίτες Καθολικοί, κ.ά.), Μουσουλμάνοι, Εβραίοι και μη θρησκευόμενοι Ουκρανοί πολεμούν στις τάξεις των Territorial Defence Forces. Σοσιαλιστές, δεξιοί, αριστεροί, απολιτίκ και σκληροί Ουκρανοί εθνικιστές –ακόμη και μέλη νεοναζιστικών οργανώσεων.
Το πώς θα προσεγγίσει ένας εξωτερικός παρατηρητής –και δη στην Κύπρο– το πώς η κοινωνιολογία του πολέμου γεφυρώνει το χάσμα της διαφορετικής προέλευσης ενός λαού που μάχεται δεν αποτελεί μόνο αντικείμενο επιστημονικής προσέγγισης κι ανάλυσης αλλά –για τους Κύπριους και τους Ελλαδίτες– και ένα πεδίο βιωματικών εμπειριών –πέραν της ιδεολογίας. Η σύγχρονη Ιστορία της Κύπρου και της Ελλάδας είναι εξάλλου γεμάτη ταραχώδη γεγονότα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Την Ελλάδα του Μεσοπολέμου ή τις εξελίξεις στο Κυπριακό μετά τις αρχές της δεκαετίας του ’50; Αυτό ωστόσο δεν αναιρεί πως τόσο στα βουνά της Πίνδου τον Δεκέμβριο του 1940 όπως και στον Πενταδάχτυλο, τον Ιούλη του 1974 σκοτώθηκαν δίπλα-δίπλα ως σύντροφοι στη μάχη άνθρωποι που λίγο καιρό πριν (και πολλά χρόνια μετά) διαφωνούσαν καθημερινά για το μοντέλο πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης μιας κοινωνίας, που ψήφιζαν διαφορετικά κόμματα ή που υποστήριζαν διαφορετικές ποδοσφαιρικές ομάδες. Και; Αναιρεί αυτό την ηρωϊκή τους θυσία; To πνεύμα και την ουσία της αντίστασής τους ή το υπέρτατο καθήκον του να δώσουν ότι πολυτιμότερο είχαν, τη ζωή τους; Ο πόλεμος στην Ουκρανία μάς δίδαξε πως πολλοί, κάτι απίθανοι τύποι, από αυτούς που η κυπριακή δημόσια σφαίρα χωνεύει και αναπαράγει για δεκαετίες ως «ειδικούς» για τo Κυπριακό, τα ελληνοτουρκικά, τη Μέση Ανατολή και –εν γένει τις διεθνείς σχέσεις– αποδεικνύονται τελικά όχι μόνο τραγικά λίγοι ως προς την ανάλυση και πρόσληψη των εξελίξεων αλλά πως απέναντι σε ένα μεγάλο σύγχρονο πόλεμο, όπως αυτόν στην Ουκρανία, βρίσκονται σε αμηχανία: Οι μεν, αυτοί που κατηγορούν κάθε αντίθετη άποψη ως «μειοδοτική» και «φιλοτουρκική», γιατί δεν μπορούν να ξεπεράσουν έναν στείρο εθνικισμό έναντι μιας υγιούς πατριωτικής και –επί της αρχής– στάση και οι δε, που βλέπουν σε κάθε κριτική άποψη, σκληρό εθνικισμό κι αυτοδικαίωση, ξεχνώντας πώς δουλεύει το διεθνές σύστημα και πώς απέναντι στην εξωτερική απειλή, ένας λαός που μέχρι πριν πόσταρε στο Instagram και έπινε «ποτάρες» σε μπαρ, ενωμένος, πήρε τα όπλα και βγήκε στον δρόμο να υπερασπιστεί κάθε σπιθαμή γης της πατρίδας του. Μαζί με το Κυπριακό, που πέθανε, ο πόλεμος στην Ουκρανία επιταχύνει την απογύμνωση και των δύο αυτών κατηγοριών. Ακριβώς γιατί αλλάζει ολόκληρο το διεθνές σύστημα. Και γιατί δείχνει, ξεκάθαρα πλέον, όχι μόνο την υποκρισία τους, αλλά και το πως τα ίδια τα γεγονότα τους ξεπερνούν.
Τι μπορεί να διδάξει ο πόλεμος στην Ουκρανία τους Κύπριους; Τα πάντα. Από τακτικά και επιχειρησιακά διδάγματα μέχρι υψηλή στρατηγική, διεθνείς σχέσεις, πολιτική επικοινωνία, ιστορία και οικονομικά. Σπουδαία μαθήματα που σε μια χώρα υπό κατοχή, με τεράστιες προκλήσεις ασφάλειας σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα και ένα περιφερειακό υποσύστημα όπως της Ανατολικής Μεσογείου γεμάτο προκλήσεις, είναι πολύτιμα. Τι άλλο μπορεί να διδάξει; Πως η γραμμή μεταξύ ειρήνης, ασφάλειας κι ευημερίας, πολέμου και καταστροφών, προσαρμοστικότητας και εθνικής στρατηγικής μπορεί πάντα να διαταραχθεί. Χωρίς αυτό να αναιρεί ούτε την ανάγκη για επιδίωξη της ειρήνης και της ειρηνικής επίλυσης του Κυπριακού αλλά ούτε και να απεμπολεί το ιερό καθήκον για υπεράσπιση της ελευθερίας και της εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας.
Είμαστε έτοιμοι ως κοινωνία να κάνουμε αυτή τη συζήτηση; Να την ορίσουμε με ψυχραιμία και στιβαρά επιχειρήματα, να συναποφασίσουμε και να πορευτούμε; Αν ναι, καλώς, κάτι θα έχουμε διδαχτεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αν όχι, και καλό να το διαβάσουν τούτοι οι υποψήφιοι και εν δυνάμει υποψήφιοι για τις προεδρικές εκλογές του 2023, τότε δεν θα έχουμε μάθει τίποτα. Οι ανεπίδεκτοι μαθήσεως, δυστυχώς, δεν θα επιβιώσουν, αν ποτέ βρεθούμε στη θέση των Ουκρανών, και ίσως μαζί τους συμπαρασύρουν κι έναν ολόκληρο λαό, ξανά μετά το 1974, στην τραγωδία.