Του Γιάννη Ιωάννου
Στις αρχές Ιανουαρίου, η νέα ειδική απεσταλμένη του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Μαρία Άνχελα Ολγκίν Κουεγιάρ θα αφιχθεί στην Κύπρο, εγκαινιάζοντας έτσι μια έντονη περίοδο κινητικότητας στο Κυπριακό. Σε ποια Κύπρο θα αφιχθεί η κα Κουεγιάρ; Ασφαλώς σε αυτήν που η τελευταία διαδικασία συνομιλιών συνέβη πριν από μια επταετία –σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον τόσο στο Κυπριακό όσο και σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.
Όπως συμβαίνει διαχρονικά στην Κύπρο, όπου αφίχθησαν ουκ ολίγοι ειδικοί απεσταλμένοι εκ μέρους του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών τις τελευταίες δεκαετίες, η περίοδος της άφιξης ενός τέτοιου διπλωμάτη ακολουθείται από μια διαδικασία προσαρμογής, διερευνητικών επαφών και αρκετών προσλήψεων στη δημόσια σφαίρα σε σχέση με το προφίλ του απεσταλμένου, τις ικανότητές του και τα σχετικά του affiliations. Και φυσικά υπάρχει ένας τεράστιος χώρος, εδώ, καλοπροαίρετης ή κακοπροαίρετης κριτικής μεταξύ όσων ασχολούνται –πέραν των ΜΜΕ– με το Κυπριακό και το προσεγγίζουν όχι μόνο ψύχραιμα και υπεύθυνα αλλά με ένα πολιτικοποιημένο τρόπο –προσλαμβάνοντας το αποτέλεσμα (τη συμφωνία λύσης του Κυπριακού) μέσα από το ιδεολογικό τους πλέγμα, έναντι της πραγματικότητας.
Η καλοπροαίρετη κριτική συνήθως εκκινεί από το σημείο όπου οι αξιωματούχοι των Ηνωμένων Εθνών είναι εξ ορισμού τέλειοι. Δεν κάνουν λάθη, έχουν εξαιρετικές προθέσεις, «λύσανε ένα σωρό ζητήματα πριν από το Κυπριακό». Τόσο η ακαδημαϊκή κοινότητα όσο και η κοινωνία των πολιτών ή μερίδα του Τύπου συχνά παρανοεί σε αυτό το επίπεδο: Η πραγματικότητα του Κυπριακού παραμένει αυτή που είναι. Και οι εν λόγω διπλωμάτες παραμένουν πολιτικά –κυρίως– πρόσωπα, που ναι μεν θέλουν να κάνουν deliver ως προς τους όρους εντολής τους αλλά και που παραμένουν –επί της ουσίας– επαγγελματίες. Και φυσικά δεν είναι αλάνθαστοι. Στον αντίποδα υπάρχει και η παρανόηση του κυπριακού συγκείμενου: Δεν αποτελούν, εξ ορισμού πάλι, όλοι οι ειδικοί απεσταλμένοι στο Κυπριακό μονομερώς Τουρκόφιλοι. Στο παρελθόν υπήρξαν, ασφαλώς, και ειδικοί απεσταλμένοι που μπορεί να μην ήταν αντικειμενικοί.
Ωστόσο, τόσο η φύση της διαπραγμάτευσης όσο και ο ρόλος του ΟΗΕ στο Κυπριακό –και οι επιμέρους πραγματικότητες στην απουσία τόσων χρόνων διαλόγου στην Κύπρο– ορίζουν και το πώς θα πιάσει δουλειά η κα Μαρία Άνχελα όσο και το ποιοι, πώς και γιατί θα πλαισιώσουν τη δύσκολη προσπάθειά της, το πρώτο εξάμηνο του 2024, να γεφυρώσει δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αφετηρίες και ένα διαπραγματευτικό αδιέξοδο που διαρκεί εδώ και μια επταετία. Σε αυτό το επίπεδο θα κριθούν όλοι στην Κύπρο για μια τελευταία, ίσως, φορά: Η ηγεσία και το πολιτικό σύστημα. Η κοινωνία των πολιτών και η ακαδημαϊκή κοινότητα. Η ανάλυση και το πώς συζητιέται η προσπάθεια της Κουεγιάρ στη δημόσια σφαίρα. Ως προς το τελευταίο και υπό το βάρος των όσων έχουν αλλάξει τα τελευταία επτά χρόνια στον τρόπο και τα Μέσα με τα οποία οι δημοσιογράφοι καλύπτουν τα γεγονότα, η άφιξη της Κουεγιάρ αποτελεί και ένα σημαντικό τεστάρισμα για τη δημοσιογραφία στην Κύπρο και δη, για μια προσέγγιση που δεν θα αποθεώνει τη Μαρία Άνχελα αν βάλει… μαντήλα και χορέψει στη νεκρή ζώνη ή δεν θα την καταδικάζει, αν αυτό που διαπραγματευτικά δεν μας ικανοποιεί (αλλά δεν είναι biased) ως τουρκόφιλη και εχθρική των Ελληνοκυπρίων. Φυσικά πρέπει να τεσταριστεί και η ίδια ως προς το αν είναι μια ικανή –επί της ουσίας– διαμεσολαβήτρια.
Έχει ενδιαφέρον αν στις «καθυστερήσεις» του Κυπριακού που «παίζουμε», με το ματς να έχει πάρει φωτιά και την ατμόσφαιρα να είναι πολεμική, η δημοσιογραφική προσέγγιση του αγώνα θα είναι fact-based ή αν η κα Κουεγιάρ, σε ρόλο διαιτητή, θα αποτελέσει τον στόχο μιας οπαδικής επίθεσης από αυτές που κάνουν την επόμενη μέρα ενός ματς –που χάθηκε– ακόμη χειρότερη στα πρωτοσέλιδα.