Του Γιάννη Ιωάννου
Η περίπτωση της παραδοχής Πελεκάνου πως ποτέ δεν συμφωνούσε με τη διζωνική, δικοινοτική, ομοσπονδία, όντας ο ίδιος εκπρόσωπος Τύπου μιας κυβέρνησης –υπό τον Αναστασιάδη– η οποία διαχρονικά τη στηρίζει, δεν είναι μόνο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς δουλεύει, επαγγελματικά, ο πολιτικός αριβισμός στην Κύπρο, αλλά κι ένα αναστοχαστικό σχόλιο για την ανακολουθία στην Κύπρο. Στην Κύπρο η ανακολουθία –ιδίως στην πολιτική ζωή του τόπου– δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Υπήρξε και θα συνεχίζει να υφίσταται ως ένα από τα βασικά δομικά προβλήματα του πολιτικού μας συστήματος, τόσο σε ιδεολογικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής –από την πορεία που ακολουθούν πολιτικοί μέχρι βασικά, ψυχολογικά και αναπτυξιακά αίτια που καθορίζουν διάσημους –και μη– πολιτικούς μας άνδρες. Από την Ένωση στον συμβιβασμό της Ανεξαρτησίας και από τον ανένδοτο μέχρι τα συνθήματα περί επιστροφής και απελευθέρωσης, το Κυπριακό –ως η σύγχρονη ιστορία μας μετά τη δεκαετία του ’50 αλλά και ως άλυτο εθνικό θέμα– αποτελεί το κλασικότερο παράδειγμα ανακολουθιών. Ανακολουθίες που χτίστηκαν, εκφράστηκαν και πολιτικοποιήθηκαν πότε ως ξεχωριστά ιδεολογικά αφηγήματα και πότε ως τα στοιχεία εκείνα που δημιούργησαν και αυτονόμησαν ολόκληρες πολιτικές σε επίπεδο σχεδιασμού και εφαρμογής.
Ως προς τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, στην Κύπρο διακρίνεις τους ανακόλουθους σε τρεις κατηγορίες. Στη μία κατηγορία είναι εκείνοι, συνήθως, που είναι επαγγελματίες πολιτικοί: Είτε ανήκουν, από μικρή ηλικία, σε κάποιο κόμμα και ανελίσσονται είτε –με αριβισμό– πατάνε από κόμμα σε κόμμα με σκοπό την επαγγελματική αποκατάσταση μέσω της πολιτικής (ή την αλλαγή στρατοπέδου, όταν τα… κουκιά δεν βγούνε), η εξουσία για αυτούς παραμένει αυτοσκοπός. Όπως και η ανειλικρίνεια. Μετά έχεις εκείνη την κατηγορία που παραμένει, διαχρονικά, συγχυσμένη ως προς τα όρια της ιδεολογικής της αφετηρίας σε σχέση με τον πολιτικό της βίο ή τον τρόπο που πολιτεύεται: Εδώ υπάρχουν συνήθως αυτοί που ως πιουρίστες του πατριωτισμού ή της εργατικής τάξης καθαρολογούν καθημερινώς για την ιδεολογία τους, αλλά όταν αυτή κρίνεται στο πραγματικό «σφαγείο της τάβλας» δεν τη ματώνουν την τάβλα τους και κατ’ επέκταση ξεχνάνε αμέσως όσα κήρυτταν. Τέλος, υπάρχει και μία κατηγορία –μεταξύ των οποίων, σε μεγάλο βαθμό, η νέα γενιά των πολιτικών μας– που συνδυάζουν τα ως άνω χαρακτηρηστικά των δύο κατηγοριών: Περνώντας τα μέσα από μια εμφανέστατα επιφανειακή προσέγγιση, η οποία ανάγει την εικόνα σε Ευαγγέλιο, τη Μεταπολιτική στον μοναδικό τρόπο του πολιτεύεσαι και τη γνωσιακή και μορφωτική ένδεια σε νόρμα. Εδώ η ανακολουθία είναι τόσο εμφανής που δεν σε εκνευρίζει ή ενοχλεί, αλλά σε κάνει, απλώς, να κοκκινίζεις από ντροπή –του είδους εκείνου της ετεροντροπής– και παράλληλα σε απογοητεύει βαθιά.
Οι ανακόλουθοι είναι η πλειοψηφία του πολιτικού μας προσωπικού στην Κύπρο. Για την ακρίβεια, ήταν σχεδόν πάντα αν αναλογιστεί κανείς τη σύγχρονη πολιτική μας Ιστορία. Φυσικά εντός όλων των κομμάτων, διαχρονικά και από την Αριστερά ως τη Δεξιά, υπάρχουν και αξιόλογες φωνές, αλλά όμως αποτελούν εξαίρεση. Όπως υπάρχουν, επίσης, και πολιτικά σκεπτόμενοι συμπολίτες μας, που ωστόσο είτε απέχουν συνειδητά από την πολιτική, είτε συμβιβάζονται με το ισχύον πολιτικό μας προσωπικό. Η ανακολουθία αυτή όσο επιβιώνει τόσο θα καθορίζει όσο και θα μετασχηματίζει το πολιτικό μας σύστημα. Με ένα τελικό αποτέλεσμα πριν από την τελική της επικράτηση ως τάση καθολικά. Την πολιτική άνοδο και την καθιέρωση, στον κομματικό χάρτη, του λαϊκισμού και της μετριότητας. Είναι σχεδόν αναπόφευκτο.