Του Γιάννη Ιωάννου
Η συζήτηση για τον ανθρωπιστικό διάδρομο στη Γάζα, από την Κύπρο, όπως διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του σχεδίου «Αμάλθεια», αποτελεί μια ενδιαφέρουσα άσκηση για τον τρόπο με τον οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία επιδιώκει «προβολή σημαίας» αλλά και ευρύτερο διπλωματικό ρόλο στην κατάσταση που διαμορφώνεται σε ολόκληρο το υποσύστημα της Μέσης Ανατολής μετά τις 7 Οκτωβρίου. Επί της αρχής, η Κύπρος μπορεί να διαδραματίσει ρόλο τόσο στην αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στη Λωρίδα της Γάζας, η οποία βρίσκεται υπό ανθρωπιστική κατάρρευση μετά τη χερσαία επίθεση των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, όσο και σε σχέση με την επόμενη ημέρα του πολέμου στη Μέση Ανατολή, όπου η μεγάλη εικόνα της πολιτικής μετάβασης στην περιοχή καθώς και του post-conflict development εισέρχονται στην εξίσωση.
Συνεπώς η συζήτηση για το αν η πρόταση είναι αποτελεσματική, υλοποιήσιμη ή πρέπει να αποτελεί αντικείμενο, στο εσωτερικό, πολιτικής κριτικής δεν τεκμαίρεται από την ιδέα –per se– αλλά αποτελεί μια πιο σύνθετη διαδικασία η οποία οφείλει να γίνει με τρόπο διαυγή και, σε επίπεδο κατανόησης, σε σχέση με τις αντικειμενικές δυσκολίες εφαρμογής. Εξάλλου πάντα στη διαμόρφωση και την εφαρμογή κάθε πτυχής εξωτερικής πολιτικής (foreign policy making & implementation) εκείνο που αποτελεί το ζητούμενο, διαχρονικά, είναι τόσο το επίπεδο της σύλληψης μιας προσέγγισης (της θεσμικής θωράκισής της, του πλαισίου πολιτικής που την συνοδεύει, της προβολής επί της εξωτερικής αρμοδιότητας του κράτους, κοκ.) όσο και η ισορροπημένη και αντικειμενική δυνατότητα για υλοποίηση. Κοινώς το delivery.
Η ιδέα της χρήσης της Κύπρου ως αφετηριακού διαδρόμου για την ανακούφιση της Γάζας (Gaza relief) δεν είναι καινούργια. Πιστώνεται στο κυπριακό ΥΠΕΞ πίσω στο 2010 και διαμορφώθηκε την περίοδο 2010-2014 ιδίως μετά τα γεγονότα της χερσαίας επέμβασης του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας, το 2014. Αποτέλεσε εργαλείο της εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκτοτε στη σουίτα των σχετικών tools που υιοθέτησε, την ίδια χρονιά, στο πλαίσιο της ειρηνευτικής διαδικασίας για το Μεσανατολικό και, αντικειμενικά, έχει σειρά δυσκολιών: Ως προς τη συναίνεση όλων των εμπλεκομένων κρατών (και δη του ίδιου του Ισραήλ και της Αιγύπτου), ως προς τεχνικές λεπτομέρειες δεδομένου ότι στη Γάζα δεν υπάρχει υποδομή ασφαλούς λιμένα καθώς και ως προς τις επιμέρους πτυχές ασφάλειας αλλά και του πολιτικού ελέγχου της Γάζας από την Παλαιστινιακή Αρχή –μιας και το ζητούμενο είναι να μην καταλήξει η ανθρωπιστική βοήθεια στα χέρια της Χαμάς. Επιπλέον, οι αντικειμενικές αυτές δυσκολίες ορίζουν και την πολύτιμη απόσταση μεταξύ της πρότασης που βάζει στο τραπέζι η Κύπρος και της υλοποίησής της, «επί του εδάφους». Κοινώς του delivery.
Παρακολουθώντας κανείς τη σχετική συζήτηση στη δημόσια σφαίρα από τότε που η Λευκωσία πρότεινε τον ανθρωπιστικό διάδρομο –δια θαλάσσης– από την Κύπρο προς τη Γάζα αντιλαμβάνεται αμέσως το πως πτυχές της εξωτερικής πολιτικής μετατρέπονται, στην Κύπρο, σχεδόν πάντα σε εσωτερικού τύπου debate. Από τη μία η κυβέρνηση ποντάρει επικοινωνιακά σε μια καλή ιδέα που ωστόσο έχει αντικειμενικές δυσκολίες υλοποίησης (αντί να κάνει περισσότερα και να λέει λιγότερα, με έμφαση στο delivery) και από την άλλη η αντιπολίτευση –από όπου κι αν προέρχεται– την απαξιώνει προκειμένου να επισημάνει το (υπαρκτό) επικοινωνιακό πλέγμα που συνοδεύει κάθε κίνηση της τρέχουσας κυβέρνησης.
Η πετυχημένη ωστόσο εξωτερική πολιτική (μαζί με την πολιτική για την άμυνα) είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Αποτελεί την πολιτική που κανείς δεν επιτρέπεται να ασκήσει μικροπολιτική και επικοινωνία πάνω της και, επιπλέον, απαιτεί μίνιμουμ συναίνεση σε εθνικό επίπεδο προκειμένου να καταστεί αποτελεσματική. Αυτά περί Κύπρου και Γάζας, με την ευχή να τελειώσει σύντομα ο πόλεμος.