Του Γιάννη Ιωάννου
Στο κλασικό της έργο «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ (Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού)» η διάσημη Γερμανοεβραία φιλόσοφος Χάνα Αρεντ (1906-1975) παρατηρεί πως «όσο πιο πολύ τον άκουγες να μιλάει, τόσο πιο εμφανές γινόταν ότι η αδυναμία του να μιλήσει συνδεόταν στενά με την αδυναμία του να σκεφτεί, και πιο συγκεκριμένα να σκεφτεί από τη σκοπιά ενός άλλου» αναφερόμενη στον Άιχμαν, τη δίκη του οποίου παρακολούθησε στην Ιερουσαλήμ. Ο Αντολφ Άιχμαν δεν ήταν μόνο εκ των πρωτεργατών της πολιτικής που οδήγησε τη ναζιστική Γερμανία στο να εξοντώσει μαζικά 5 εκατ. Εβραίους, αλλά και μια φιγούρα που δεν είχε ούτε κάποιου είδους ψυχολογικά προβλήματα όταν εξετάστηκε, αλλά ούτε ήταν φανατικός αντισημίτης. Τουναντίον, όπως συχνά τόνιζε κατά τη διάρκεια της δίκης του, ήταν απλώς κάποιος «που έκανε το καθήκον του» και «ακολουθούσε τον Νόμο».
Η Αρεντ εξέτασε την «κοινοτοπία του κακού» για να αναδείξει πως μια εγκληματική συμπεριφορά δεν αποτελεί, κατ’ ανάγκη, κάποιο φαντασμαγορικό σόου δαιμονικής κακίας ή ζηλωτικού απανθρωπισμού. Η συμπεριφορά του Αντρέα Θεμιστοκλέους, που επανειλημμένα απασχολεί την κυπριακή δημόσια σφαίρα με απαράδεκτες τοποθετήσεις που εμπεριέχουν σεξιστικό, ρατσιστικό και μισογυνικό λόγο, αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση κοινοτοπίας του κακού. Και αυτό όχι γιατί ο Θεμιστοκλέους δεν είναι κάποιος συντηρητικός, με ροπή προς την ακροδεξιά και ρατσιστικές απόψεις, πολιτευτής και εκλεγμένος βουλευτής, αλλά γιατί στην πολιτική του σταδιοδρομία αντανακλά ένα μεγάλο μέρος της κυπριακής κοινωνίας που σκέφτεται, συμπεριφέρεται και –κυριότερα– εκφράζεται με την αδυναμία να σκεφτεί και δη, να σκεφτεί μπαίνοντας στα παπούτσια του άλλου. Όπως για τον Άιχμαν η εκτέλεση ενός Εβραίου αποτελούσε μια «εκκένωση», ή η βίαιη εκτόπιση εβραϊκών πληθυσμών μια «μετοικεσία», έτσι, προφανώς, και η μείωση του πολιτικού του αντιπάλου, στην προκείμενη της Αλεξάνδρας Ατταλίδου, αφορά για τον κ. Θεμιστοκλέους «στους τρεις μαύρους που δεν έφτασαν ποτέ». Χωρίς ο εν λόγω πολιτικάντης να αντιλαμβάνεται σε πλήρη έκταση τι ακριβώς εκφράζει. Γιατί και δεν σκέφτεται και δεν μπορεί να σκεφτεί μπαίνοντας στην θέση του άλλου.
Η αντιμετώπιση ανθρώπων και δη πολιτικών όπως την περίπτωση του κ. Θεμιστοκλέους, δεν είναι μόνο ιδεολογικοπολιτική. Ακόμη και αν πληρώσει, βουλευτικά, ένα βαρύ πλέγμα κυρώσεων ή πολιτικά απαξιωθεί η «κοινοτοπία του κακού» στην Κύπρο θα εξακολουθεί να παράγει Θεμιστοκλέους τόσο στο επίπεδο της πολιτικής όσο και σε κάθε κοινότητα και επαρχία της κυπριακής κοινωνίας. Και εδώ η αντιμετώπιση θέλει γενναιότερες και πιο καλά σχεδιασμένες στρατηγικές που αρχίζουν, παραμένουν ως προς την εστίασή τους και καταλήγουν στο ζήτημα της Παιδείας, στον επανασχεδιασμό της πολιτικής κουλτούρας, όταν μιλάμε για πρόσωπα με δημόσια αξιώματα και στη συνολική αντιμετώπιση/στάση από την ενεργητική κοινωνία των πολιτών. Σημαντικότερα από το να ακούμε από έναν εκλεγμένο βουλευτή περί βιασμών είναι να αποτρέψουμε και την κανονικοποίηση τέτοιας ρητορικής αλλά και τους πραγματικούς, επί του πεδίου, βιασμούς γυναικών. Όπως ακριβώς η δίκη του Άιχμαν μας ξεδίπλωσε, για πρώτη φορά το 1961, τις θηριωδίες του ναζιστικού καθεστώτος την περίοδο 1933-1945 –28 χρόνια δηλαδή από την αρχή τους.
Αν ο «Νόμος» και το «καθήκον» του Άιχμαν είναι να στέλνει στον θάνατο μαζικά ανθρώπους και –αντίστοιχα– του κάθε Θεμιστοκλέους «οι τρεις μαύροι» στην πολιτική του αντίπαλο, εμείς οφείλουμε να δώσουμε νόημα πίσω στις λέξεις. Και να σκεφτούμε. Και να σκεφτούμε και σαν τον άλλο. Ότι δηλαδή δεν κάνει αυτός ο πολιτικάντης σε μια Κύπρο που εδώ και χρόνια οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους και η σκέψη έχει πάει περίπατο.
Twitter: @JohnPikpas