Του Γιάννη Ιωάννου
Κάθε Υπουργικό Συμβούλιο ενός νέου Προέδρου στην Κύπρο αποτελεί, όντως, μια κορυφαία πολιτική πράξη –όπως εξάλλου δήλωσε και ο ΠτΔ, κ. Χριστοδουλίδης. Είναι τα άτομα που θα επιφορτιστούν με την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής ενός προεκλογικού προγράμματος που δεσμεύει τον εκάστοτε υποψήφιο πριν λάβει το χρίσμα της εκλογής της δημοκρατικής διαδικασίας. Επιπλέον, είναι τα άτομα που θα αναλάβουν λόγω της τεχνοκρατικής τους κατάρτισης, της επαγγελματικής τους εμπειρίας, του πολιτικού τους αισθητηρίου και της ίδιας τους της προσωπικότητας να συνδράμουν τον Πρόεδρο ως προς τις σχεδιασμένες πολιτικές εμπλουτίζοντας τες, προσθέτοντας ή αφαιρώντας και συνεισφέροντας με ιδέες, λύσεις και διαχείριση καθημερινών προβλημάτων -ακόμη και σοβαρών κρίσεων.
Η κάθε νέα αρχή κρίνεται ως προς τη συνέχεια σαν δυναμική διαδικασία. Η αποτελεσματικότητα, εξάλλου, ως προς τον σχεδιασμό μιας πολιτικής κρίνεται στην ίδια την πράξη. Ως προς το αποτέλεσμα σε μια διαδικασία που πάντα «κάνει ταμείο» στο τέλος. Το ΓεΣΥ, η εξωτερική κι αμυντική πολιτική μιας χώρας, η ανθεκτικότητα των δημόσιων οικονομικών, η ευημερία, το περιβάλλον ή το κράτος Δικαίου και οι εργασιακές σχέσεις είναι αντικείμενα που απασχολούν έντονα την ποιότητα ζωής του μέσου Κύπριου πολίτη –ασχέτως αν αυτό δεν γίνεται αντιληπτό. Και για όλα αυτά θα κριθεί, όπως όλα, και το υπουργικό συμβούλιο του κ. Χριστοδουλίδη. Όπως σε κάθε νέα αρχή κάθε φορά που ο τόπος αλλάζει παράδειγμα ως προς την εξουσία.
Ωστόσο, αυτό που διαφάνηκε ξεκάθαρα από το υπουργικό συμβούλιο του κ. Χριστοδουλίδη και που δεν πέρασε απαρατήρητο ούτε σε έμπειρους πολιτικούς αναλυτές αλλά ούτε και στην κυπριακή δημόσια σφαίρα –εντός κι εκτός ΜΚΔ– είναι πως ο ίδιος δεν κατόρθωσε να περάσει τον πήχη του ορισμού που ο ίδιος έθεσε ως προς τον διορισμό ενός υπουργικού ως κορυφαίας πολιτικής πράξης: Η αναλογία του νέου υπουργικού ως προς το φύλο δεν είναι 50-50 υπέρ των γυναικών. Στο Υπουργικό υπάρχουν πρόσωπα που απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν «φρέσκα» έχοντας υπηρετήσει σε παλιότερες κυβερνήσεις. Επίσης, υπάρχουν πρόσωπα που ανήκουν στο στενό οικογενειακό περιβάλλον του ίδιου του κ. Χριστοδουλίδη. Πέραν της ανακολουθίας συνεπώς του κ. Χριστοδουλίδη μια πιο έμπειρη ματιά δείχνει προς την κατεύθυνση της συναλλαγής με τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου, που τον στήριξαν, και όχι προς την κατεύθυνση ενός ανεξάρτητου υπουργικού συμβουλίου που θα ταίριαζε με την ανεξαρτησία της υποψηφιότητάς του –που ο ίδιος τόνισε εξαρχής.
Φυσικά, όπως πολλές φορές τονίσαμε από αυτήν εδώ την στήλη, η κυπριακή πολιτική κουλτούρα απέχει παρασάγγας από το να δημιουργεί σκιώδη υπουργικά έτσι ώστε ο κυπριακός λαός να γνωρίζει εκ των προτέρων με ποιους θα κυβερνήσει ο εκάστοτε Πρόεδρος που ψηφίζει. Επιπλέον, στο υπουργικό σχήμα εκτός από άτομα που δεν γεμίζουν το μάτι, υπάρχουν και άτομα που φαίνονται υποσχόμενα ως προς τα χαρτοφυλάκια που τους έχουν ανατεθεί. Και φυσικά, χωρίς περίοδο χάριτος, όλοι θα κριθούν εκ του αποτελέσματος.
Μια δεύτερη, πιο έμπειρη ματιά, δείχνει επιπλέον και προς την κατεύθυνση ενός υπουργικού συμβουλίου που αναλόγως των πολιτικών εξελίξεων την επόμενη πενταετία δεν αναμένεται να επιβιώσει αυτούσιο –όπως πολύ συχνά συμβαίνει στην Κύπρο με τις συγκυβερνήσεις τις οποίες συμμετέχουν τα κεντρώα κόμματα. Υπό αυτό το πρίσμα οι υπουργοί καθίστανται, με πολιτικούς όρους, «αναλώσιμοι».
Η πολιτική ανανέωση στην Κύπρο αποτελεί ένα τεράστιο κεφάλαιο το οποίο δεν έχει τύχει ως αντικειμένου συζήτησης με πολιτικούς όρους. Παραμένει περισσότερο μια ολίγον αφαιρετική έννοια μεταξύ των προεκλογικών εκστρατειών και της, εκάστοτε, νέας αρχής. Και πέραν της έννοιας που αυτή εμπεριέχει καθίσταται πλέον σαφές πως αποτελεί και αδήριτη ανάγκη. Η πενταετία 2023-2028 θα κρίνει αν το πολιτικό μας σύστημα, σε επίπεδο κουλτούρας, μπορεί όντως να προχωρήσει ως προς το κεφάλαιο της ανανέωσης με γενναιότητα.
Twitter: @JohnPikpas