Του Γιάννη Ιωάννου
Όσο κι αν η νέα κυβέρνηση δείξει σινιάλα για επανέναρξη διαλόγου στο Κυπριακό, η εξίσωση της επιστροφής στο τραπέζι των συνομιλιών παραμένει άλυτη. Και με την Ντι Κάρλο στην Κύπρο, και με τον Μισέλ στις Βρυξέλλες και την Ε.Ε. –στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας που προωθεί ο κ. Χριστοδουλίδης για περαιτέρω εμπλοκή της Ευρώπης– η κατάσταση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε θα μπορούσε να περιγραφεί είτε με βολικά αφηγήματα, είτε με ωμό ρεαλισμό.
Στην πρώτη περίπτωση μετά από τόσα χρόνια απουσίας διαλόγου κι αρκετά τετελεσμένα της Τουρκίας επί του εδάφους, το να επιστρέψει κανείς στο «εμείς θέλουμε, ο Τατάρ και η Άγκυρα δεν θέλουν» μπορεί να αποκρυσταλλώνει την αλήθεια σε κάποιο βαθμό αλλά δεν αποτελεί αφήγημα που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό στο διεθνές διπλωματικό στερέωμα. Κι αυτό γιατί και στο επίπεδο του ΟΗΕ και στο επίπεδο κορυφαίων πρωτευουσών η αξιοπιστία της ελληνοκυπριακής πλευράς έχει πληγεί. Το να σπρώνει συνεπώς η νέα κυβέρνηση το Κυπριακό παρακάτω, η τουρκοκυπριακή κοινότητα διά του Τατάρ να μιλά για δύο κράτη και κυριαρχική ισότητα, αποτελεί με μια πρώτη ματιά εργαλείο ροκανίσματος χρόνου –αν δεν υπάρχει, ειλικρινώς, πρόθεση για μια σοβαρή προσπάθεια επανεκκίνησης– και παράλληλα, όπως συμβαίνει πάντα με το Κυπριακό και το εσωτερικό σκηνικό, εργαλείο μικροπολιτικής με υπονοούμενα για την αντίθετη άποψη που κάνουν λόγο για «μειοδότες» και «τουρκόφιλους».
Στη δεύτερη περίπτωση, ο ωμός ρεαλισμός επιτάσσει πως για να μπει ξανά το Κυπριακό σε τροχιά επανέναρξης με πραγματικές πιθανότητες κορύφωσης των συνομιλιών, ο νέος Πρόεδρος πρέπει να αναγνώσει σωστά το διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον, να δει τις εξελίξεις στην Τουρκία με σοβαρή ματιά και να ετοιμαστεί για υπερβάσεις, αν θέλει να εμπλέξει όντως την Άγκυρα σε δημιουργικές συνομιλίες. Κανείς νούσιμος δεν θα τον συμβούλευε να το κάνει με εκπτώσεις ως προς την επιβίωση της ΚΔ ή την ντε γιούρε ύπαρξή της, αλλά ο μόνος αποδεδειγμένος και αξιόπιστος τρόπος είναι αυτό να συμβεί με στοχευμένη, καλοσχεδιασμένη και δημιουργική εμπλοκή της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Δεν υπάρχουν «ναι μεν» κι «αλλά» ως προς το τελευταίο. Μόνο προθέσεις –ειλικρινείς ή μικροπολιτικές όπως σχεδόν όλοι οι Ελληνοκύπριοι Προέδροι, όταν έμπλεξαν το εθνικό θέμα με το εσωτερικό ακροατήριο.
Οι εκλογές στην Τουρκία τον προσεχή Μάιο είναι πολύ σημαντικές. Γιατί αναλόγως του αν θα παραμείνει ή όχι στην εξουσία ο Ερντογάν, θα επαναπροσδιοριστεί σε μεγάλο βαθμό το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων, με την τάση να καταγράφεται ξεκάθαρα για μια φρέσκια αρχή στην περίπτωση επικράτησης του Κιλισντάρογλου –που μπορεί να δημιουργήσει αμηχανία στην ελληνοκυπριακή πλευρά στο επίπεδο των «27». Επιπλέον, οι εκλογές στην Τουρκία μπορεί να μην αλλάζουν άρδην διάφορες προσεγγίσεις της Άγκυρας ως προς την επίλυση του Κυπριακού, σηματοδοτούν χρονικά ωστόσο, μια περίοδο μεταξύ των τελών του 2023 και του πρώτου εξαμήνου του 2024 που θα κορυφωθεί η διπλωματική δράση ώστε να δούμε αν θα έχουμε συνομιλίες ή αν θα μας… καταπιεί ο χρόνος.
Ο νέος Πρόεδρος οφείλει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων σε σχέση τόσο με τις προθέσεις του για την επανέναρξη των συνομιλιών όσο και με τη στρατηγική που θα σχεδιάσει και θα εφαρμόσει, δεδομένου ότι στηρίζεται από ετερόκλητες, πολιτικά, δυνάμεις σε σχέση με το Κυπριακό και τη, διαχρονικά, συμφωνημένη μορφή λύσης. Είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της θητείας του, είτε το θέλει, είτε όχι, ή να κόψει τον γόρδιο δεσμό ενός άλυτου προβλήματος διεθνών σχέσεων που συνεχίζεται εδώ και μισό αιώνα ή να… χρεωθεί, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, το κάκιστο σενάριο μιας διχοτόμησης που θα δημιουργήσει κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής, σκληρό σύνορο με την Τουρκία των 80 εκατομμυρίων για τις επόμενες γενιές και τα παιδιά τους.
Twitter: @JohnPikpas