Η αλήθεια είναι πως ένα δίκαιο το έχει η κ. Χαραλαμπίδου όταν λέει πως «όλοι καλοί είναι στις διακηρύξεις ενώ στις πράξεις φευ». Διότι από όποια μεριά και να το δούμε η πραγματικότητα αυτό μάς υπαγορεύει. Πως έπρεπε να έρθει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και να αρχίσει τις έρευνες για το τερματικό Βασιλικού προκειμένου να ψελλίσει η κυβέρνηση ότι πρόκειται για σκάνδαλο (το μεγαλύτερο ενδεχομένως) και οι πολιτικοί αρχηγοί να σπεύσουν να βγάλουν τις συνήθεις ανακοινώσεις τους περί διαφάνειας και τιμωρίας, λες και οι ίδιοι μόλις τώρα επαναπατρίσθηκαν από το διάστημα. Όλα όσα αποτελούν τους λόγους για τους οποίους η Κομισιόν έκοψε τη χρηματοδότηση του τερματικού και ζητάει πίσω κι αυτά που ήδη έδωσε, δηλαδή 68 εκατομμύρια, τα οποία πολύ πιθανόν να τα χρεωθούμε εμείς οι έρμοι οι φορολογούμενοι, ήταν ήδη γραμμένα στην έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ως προειδοποίηση αλλά κανείς δεν ήθελε προφανώς να τη λάβει σοβαρά υπόψιν, άγνωστο το γιατί. Αυτό όμως το γιατί είναι που έρχεται να ερευνήσει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και αυτό το γιατί είναι που αποτελεί τον λόγο που τώρα η κυβέρνηση τρέχει να βρει άλλες λύσεις προκειμένου –Θεού θέλοντος και διαφθοράς επιτρεπούσης– να έχουμε κάποτε φτηνό ηλεκτρισμό. Άρα η ουσία δεν έγκειται μόνο «στο να εστιάσουμε στην εξεύρεση άλλων λύσεων» όπως υποστήριξε ο κ. Παπαναστασίου, μιλώντας σε πρωινή εκπομπή, αλλά να απαντηθεί πρωτίστως από εκείνους που εμπλέκονται αυτό το μέγα γιατί. Γιατί δεν λήφθηκαν υπόψιν οι προειδοποιήσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και της γενικής λογίστριας. Γιατί δεν έψαξε κανείς από όλους τους αρμόδιους και από τους κύριους βουλευτές της Επιτροπής Ελέγχου το γιατί ο γενικός ελεγκτής επέμενε πως η όλη διαδικασία κατακύρωσης του έργου εμπεριείχε σοβαρές παρανομίες και κινδύνους για τα συμφέροντα της Δημοκρατίας και πως υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να ακυρωθεί η χορηγία των 101 εκατομμυρίων της Ε.Ε., πράγμα που εν τέλει έγινε. Γιατί δεν βρέθηκε κανένας από τους εμπλεκόμενους να πει «βρε μπας και ο κ. Μιχαηλίδης για να επιμένει τόσο πολύ μήπως να το ξαναμελετήσουμε το θέμα», πράγμα που όχι μόνο δεν λέχθηκε αλλά αποφασίστηκε να δοθούν ακόμα 25 εκατομμύρια στον εργολάβο παρότι η σύμβαση δεν προνοούσε καταβολή αποζημίωσης λόγω αύξησης στις τιμές των υλικών. Ποια ήταν στ’ αλήθεια, πέρα από το «επείγον του έργου», η ακλόνητη βεβαιότητα που τους ωθούσε να γράψουν στα παλιά τους τα παπούτσια τις προειδοποιήσεις του γενικού ελεγκτή, ως λανθασμένες ή αβάσιμες; Και σήμερα που η πραγματικότητα δικαιώνει αυτές τις προειδοποιήσεις και τους φέρνει ενώπιον της ευθύνης τους που τις αγνόησαν, γιατί δεν μιλούν; Γιατί δεν λέει κανείς τους (πρώην υπουργοί Ενέργειας, ΔΕΦΑ, ΕΤΥΦΑ, Επιτροπή Ελέγχου και όποιος άλλος θα έπρεπε να έχει γνώση) ένα mea culpa που έσυραν τη χώρα και τους πολίτες σ’ αυτό το μεγαλειώδες σκάνδαλο; Είναι αρκετό να βγαίνει ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και να μας λέει πως το μόνο βέβαιο είναι πως δεν έπρεπε ποτέ να δοθεί το έργο σ’ αυτή την κοινοπραξία; Είναι αρκετό να βγαίνει η κα Δημητρίου και να λέει πως θα συγκρουστεί με κάθε συμφέρον προκειμένου να υπάρξει διαφάνεια; Είναι αρκετό να βγαίνει ο κ. Στεφάνου και να λέει πως πρέπει να πληρώσουν οι υπεύθυνοι τα σπασμένα και όχι ο λαός; Όχι βέβαια, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αρκετό, διότι από τη στιγμή που υπήρχαν οι εκθέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας στις οποίες καταγράφονται όλοι οι λόγοι για τους οποίους σήμερα η Κομισιόν μάς βάζει στο σκαμνί, τότε κανένας νοήμονας πολίτης δεν πρόκειται να πιστέψει τις όποιες κατόπιν εορτής δηλώσεις και τις «αγνές» προθέσεις περί διαφάνειας. Εκείνο το οποίο είναι πιθανότερο είναι να στριφογυρίζει τώρα στο μυαλό των ταλαίπωρου πολίτη είναι πως αν δεν ερχόταν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να διερευνήσει αυτή την ιστορία τότε ακόμα ένα σκάνδαλο σ’ αυτή τη χώρα θα περνούσε στα μουλωχτά.